Εξαρθρώθηκε διεθνές δίκτυο διακίνησης ναρκωτικών – 28 μέχρι στιγμής οι συλλήψεις

Η Υποδιεύθυνση Δίωξης Ναρκωτικών, της Διεύθυνσης Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος, προχώρησε στην εξάρθρωση δικτύου διακίνησης ναρκωτικών ουσιών, διεθνικού χαρακτήρα, αποτελούμενο από 4 εγκληματικές οργανώσεις.

Στο πλαίσιο συντονισμένης αστυνομικής επιχείρησης ευρείας κλίμακας που πραγματοποιήθηκε χθες από την Δίωξη Ναρκωτικών, με τη συνδρομή αστυνομικών της Ειδικής Κατασταλτικής Αντιτρομοκρατικής Μονάδας (ΕΚΑΜ), της Υποδιεύθυνσης Αστυνομίας Μυκόνου και του Τμήματος Δίωξης και Εξιχνίασης Εγκλημάτων Τρικάλων, συνελήφθησαν, δυνάμει σχετικών ενταλμάτων σύλληψης, 21 μέλη των τεσσάρων οργανώσεων, μεταξύ των οποίων και τα αρχηγικά.

Στη δικογραφία που σχηματίστηκε σε βάρος τους για -κατά περίπτωση- εγκληματική οργάνωση, καθώς και παραβάσεις των νομοθεσιών για τα ναρκωτικά, τα όπλα, τις φωτοβολίδες και πυροτεχνήματα, καθώς και νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές ενέργειες, περιλαμβάνονται επιπλέον, τουλάχιστον 8 άτομα, από τα οποία τα 2 συνελήφθησαν.

Συγκατηγορούμενοι τους είναι 3 ιδιοκτήτες καταστημάτων, τα οποία χρησιμοποιούνταν για την παράδοση και αποστολή χρηματικών ποσών που προερχόταν από πωλήσεις ναρκωτικών ουσιών, καθώς και ιδιοκτήτης πρακτορείου ΟΠΑΠ, διότι πωλούσε κερδισμένα δελτία τρίτων προσώπων σε μέλη της οργάνωσης, με σκοπό την νομιμοποίηση των εσόδων τους.

Επίσης, συνελήφθησαν 3 ακόμα άτομα, καθώς στο πλαίσιο των αστυνομικών επιχειρήσεων, εντοπίστηκε εργαστήριο καλλιέργειας δενδρυλλίων κάνναβης δια της υδροπονικής μεθόδου (μετασχηματιστές, αφυγραντήρας, λάμπες κλπ), για το οποίο διερευνάται η συσχέτισή του με την υπόθεση.

Όπως ανακοινώθηκε από την ΕΛΑΣ, προηγήθηκε πολυετής συνολική έρευνα, καθώς και αξιοποίηση πληροφοριακών δεδομένων, με την υποστήριξη της Eurojust και Europol, στο πλαίσιο των οποίων διαπιστώθηκε η ύπαρξη εγκληματικού δικτύου, όπου τα μέλη του δραστηριοποιούνταν τουλάχιστον από το 2020, στη διακίνηση σημαντικών ποσοτήτων κάνναβης και κοκαΐνης σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.

Το εγκληματικό δίκτυο είχε επαγγελματική υποδομή και ιεραρχική δομή με γεωγραφική εξάπλωση στην Ευρώπη, όπου τα μέλη του λάμβαναν μέτρα προφύλαξης, όπως ενοικίαση οχημάτων, χρήση φορτηγών οχημάτων με νομιμοφανή εμπορεύματα, αποθηκών «καβάτζες», χρησιμοποιώντας μάλιστα εφαρμογές κινητών τηλεφώνων ανταλλαγής κρυπτογραφημένων μηνυμάτων.

Ειδικότερα, το εν λόγω δίκτυο αποτελούνταν από τη βασική εγκληματική οργάνωση, που ήταν επιχειρησιακώς δομημένη, με διακριτούς ρόλους και διαρκή δράση, η οποία εκτεινόταν σε τρείς δραστηριότητες:

  • εισαγωγή με φορτηγά οχήματα από χώρες του εξωτερικού σημαντικών ποσοτήτων ακατέργαστης κάνναβης, κρυμμένων σε νομιμοφανή εμπορεύματα,
  • διακίνηση των ναρκωτικών ουσιών που εισάγονταν στην Ελλάδα, για να καλύψουν τη ζήτηση των «πελατών» τους και
  • παράνομη μεταφορά χρημάτων μέσω της χρήσης χρηματοοικονομικών υπηρεσιών για τη διευκόλυνση της προμήθειας και αγοράς των ναρκωτικών, καθώς και τη νομιμοποίηση των παράνομων προσόδων της οργάνωσης μέσω ίδρυσης και λειτουργίας εταιριών.

Όπως προέκυψε, μέλη της εν λόγω, βασικής, οργάνωσης, ήταν ο ηγετικός πυρήνας του δικτύου, τα οποία διεύθυναν και κατεύθυναν τους υπόλοιπους κατηγορούμενους.

Σύμφωνα με την ΕΛΑΣ, πρόκειται για τα ηγετικά μέλη, τα οποία μεταξύ άλλων ήταν επιφορτισμένα για την εύρεση και χρηματοδότηση των ναρκωτικών ουσιών, τον τρόπο προμήθειας τους, καθώς και τον καθορισμό της τιμής πώλησής τους, ενώ παράλληλα, ήταν και «αφανής» συνιδιοκτήτες εταιρείας ενοικιάσεων οχημάτων στην Αττική, που νοίκιαζε οχήματα σε μέλη της οργάνωσης και σχετίζεται με έτερη εταιρία στη Μύκονο.

Στο δεύτερο επίπεδο ιεραρχίας της οργάνωσης, ανήκαν οι στενότεροι συνεργάτες των ηγετικών μελών, που αναλάμβαναν κατ’ εντολή τους την προμήθεια, μεταφορά, εισαγωγή, διακίνηση των ναρκωτικών ουσιών και σε ορισμένες περιπτώσεις την είσπραξη των χρημάτων.

Το τρίτο επίπεδο ιεραρχίας αποτελούνταν από τα επιχειρησιακά μέλη, τα οποία δραστηριοποιούνταν κυρίως στην εισαγωγή, μεταφορά, παραλαβή και αποθήκευση των ναρκωτικών ουσιών, ενώ στο τέταρτο επίπεδο ανήκαν φιλικά και συγγενικά πρόσωπα των ηγετικών μελών, που υποβοηθούσαν και διευκόλυναν στη συλλογή χρηματικών ποσών για την αγορά και προμήθεια των ναρκωτικών ουσιών.

Τα μέλη των υπόλοιπων τριών εγκληματικών οργανώσεων δραστηριοποιούνταν κυρίως στην περαιτέρω διακίνηση σημαντικών ποσοτήτων κάνναβης και κοκαΐνης στην Αττική καθώς και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, ενώ μια από τις οργανώσεις αυτές, διευθύνονταν από μέλος της βασικής οργάνωσης και στενό συνεργάτη των ηγετικών μελών.

Από την μέχρι τώρα έρευνα, έχει διαπιστωθεί η πραγμάτωση 106 παράνομων πράξεων, σχετιζόμενες με διακίνηση ναρκωτικών ουσιών (εισαγωγές, πωλήσεις κλπ), ενώ διακινήθηκαν πάνω από 1 τόνος και 784 κιλά κάνναβης και περισσότερα από 43 κιλά και 700 γραμμάρια κοκαΐνης, με υπολογιζόμενη αξία τουλάχιστον 8.455.000 ευρώ.

Σε έρευνες που πραγματοποιήθηκαν, σε οικίες, επιχειρήσεις-εταιρείες και οχήματα, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν:

  • 9 κιλά και 576,5 γραμμάρια κάνναβης (SKUNK, ακατέργαστη, κατεργασμένη, φύλλα),
  • 1.450 δενδρύλλια κάνναβης,
  • 1 κιλό και 351,1 γραμμάρια κοκαΐνης,
  • 6 ζυγαριές, τρίφτης, πλήθος διαρρηκτικών εργαλείων,
  • ρολόι μεγάλης χρηματικής αξίας,
  • 4 πιστόλια, 463 φυσίγγια, δίκανη καραμπίνα, σιγαστήρας πιστολιού, κάνη όπλου, 6 γεμιστήρες,
  • 16 μαχαίρια, 2 γκλοπ, σιδερογροθιά, μεταλλικό ρόπαλο,
  • 4 φωτοβολίδες, 13 κροτίδες,
  • 49 συσκευές τηλεφωνίας,
  • 5 λάπτοπ, 3 τάμπλετ,
  • πλαστό δελτίο ταυτότητας, καταγραφικό με σκληρό δίσκο, μετρητής χρημάτων,
  • περισσότερα από 30 ΙΧΕ και 7 δίκυκλες μοτοσικλέτες,
  • 475.300 ευρώ, 160 δολάρια Αυστραλίας, 2 senti Γκάνας, 140 σλοτ Πολωνίας, 160 Dirhma ΗΑΕ, 7.400 ΛΕΚ Αλβανίας, χρυσή λίρα.

Παράλληλα, από την ΕΛΑΣ διαπιστώθηκε ότι τα μέλη των οργανώσεων διεξήγαγαν πολυτελή βίο, οδηγώντας ακριβά οχήματα και διαμένοντας σε ακριβά σπίτια, με μοναδική πηγή εσόδων τους τη διακίνηση ναρκωτικών, ενώ η πλειονότητα τους έχει απασχολήσει στο παρελθόν της Αρχές, για παρόμοια αδικήματα, καθώς και ληστείες, κλοπές και παραβάσεις της νομοθεσίας περί αθλητισμού.

Σημειώνεται ότι τα δύο ηγετικά μέλη της οργάνωσης ήταν οπαδοί ομάδας και είχαν εμπλακεί σε διάφορα οπαδικά επεισόδια.

Ενδεικτικά, ένα απ’ αυτά είχε κατηγορηθεί ότι μαζί με οπαδούς της εν λόγω ομάδας επιτίθονταν με τη χρήση βίας, μετά τη λήξη ποδοσφαιρικών, συνήθως, αγώνων, σε φιλάθλους αντίπαλων ομάδων αφαιρώντας τους πορτοφόλια, κινητά τηλέφωνα και μεταφορικά μέσα.

Επιπλέον, το εν λόγω μέλος είχε ταυτοποιηθεί ως δράστης της επίθεσης με αιχμηρό αντικείμενο, που είχε ως αποτέλεσμα τον τραυματισμό οπαδού αντίπαλης ομάδας, μετά τη λήξη ποδοσφαιρικού αγώνα το 2016.

Παράλληλα, το έτερο αρχηγικό μέλος είχε εμπλακεί σε οπαδικό επεισόδιο στο πλαίσιο ποδοσφαιρικού αγώνα τελικού Κυπέλλου το 2017.

Οι συλληφθέντες οδηγούνται στην αρμόδια εισαγγελική Αρχή, ενώ οι έρευνες για τον εντοπισμό και τη σύλληψη και των υπολοίπων μελών, συνεχίζονται.