Η ελληνική γεωργία βρίσκεται σήμερα σε μια περίοδο έντονης πρόκλησης, όχι λόγω συγκυριακών παραγόντων, αλλά εξαιτίας της διαχρονικής απουσίας ενός συνεκτικού και μακροπρόθεσμου σχεδιασμού για τον πρωτογενή τομέα από πλευράς της Πολιτείας.
Η πρόσφατη δημόσια συζήτηση που προκλήθηκε από τις ενισχύσεις του ΟΠΕΚΕΠΕ ανέδειξε χαρακτηριστικά διαρθρωτικά ζητήματα που έχουν παραμείνει άλυτα επί δεκαετίες.
Το υφιστάμενο παραγωγικό μοντέλο έχει βασιστεί περισσότερο στη λογική της επιδότησης, παρά στην πραγματική αγροτική παραγωγή και εμπορική αξιοποίηση των προϊόντων.
Σε ετήσια βάση, διατίθενται άνω των 2 δισ. ευρώ για άμεσες ενισχύσεις στον αγροτικό τομέα. Οι πόροι αυτοί, αν αξιοποιούνταν διαφορετικά, θα μπορούσαν να συμβάλουν ουσιαστικά στην αναβάθμιση των αγροτικών υποδομών, τον εκσυγχρονισμό της παραγωγής και τη στήριξη του πληθυσμού της υπαίθρου.
Παρ’ όλα αυτά, μεγάλο μέρος των ενισχύσεων απορροφάται από ένα διοικητικό σύστημα στο οποίο οι έλεγχοι είναι περιορισμένοι και οι παθογένειες παραμένουν αναλλοίωτες.
Παρατηρείται σταδιακή αποδυνάμωση του αγροτικού πληθυσμού, με νέους να αποχωρούν από την ύπαιθρο και γεωργικές εκτάσεις να μένουν ακαλλιέργητες. Οι μικρές και μεσαίες εκμεταλλεύσεις αντιμετωπίζουν σημαντικές δυσκολίες προσαρμογής στο σημερινό οικονομικό και ενεργειακό περιβάλλον, ενώ η πρόσβαση σε δίκτυα διάθεσης και εξαγωγών παραμένει περιορισμένη.
Παράλληλα, τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά εργαλεία συχνά δεν αξιοποιούνται στο σύνολό τους ή διοχετεύονται σε περιορισμένο αριθμό αποδεκτών, με αποτέλεσμα να ενισχύεται ένα σύστημα που προκρίνει τη δήλωση εκτάσεων για επιδότηση, χωρίς αντίστοιχη παραγωγική δραστηριότητα.
Η σταδιακή εγκατάλειψη της γεωργικής δραστηριότητας και η μείωση του πληθυσμού της υπαίθρου δεν έχουν μόνο οικονομικές, αλλά και κοινωνικές και γεωπολιτικές διαστάσεις. Η εξάρτηση από τις διεθνείς αγορές για βασικά αγροτικά προϊόντα δημιουργεί συνθήκες αυξημένης τρωτότητας, ενώ η συρρίκνωση της υπαίθρου επηρεάζει αρνητικά τη βιωσιμότητα των τοπικών κοινωνιών και τη διατήρηση πολιτιστικών και οικονομικών δομών