Η άγρια δολοφονία για 69χρονης γυναίκας, πριν από τέσσερα χρόνια στην Κω, ήρθε να επισφραγίσει μία ζωή που σημαδεύτηκε από την προβληματική σχέση που είχε η ηλικιωμένη γυναίκα με την κόρης της η οποία εξαιτίας της εξάρτησής της από τα ναρκωτικά μπαινόβγαινε στη φυλακή. Μία ζωή που σημαδεύτηκε από εντάσεις και στεναχώριες και τελικά το νήμα της κόπηκε με βίαιο τρόπο.
Η 69χρονη δολοφονήθηκε μέσα στο ίδιο της το σπίτι. Ο δράστης την ακινητοποίησε στο πάτωμα πατώντας με τα γόνατά του πάνω στο θώρακά της και στη συνέχεια, χρησιμοποιώντας ένα μαξιλάρι, προσπάθησε να της προκαλέσει ασφυξία.
Από το σπίτι της άτυχης γυναίκας είχε κλαπεί η τηλεόραση και οι αρχές άρχισαν να εξετάζουν το ενδεχόμενο να βρήκε τραγικό θάνατο από τα χέρια ληστών, καθώς ο τόπος του εγκλήματος ήταν αναστατωμένος.
Ωστόσο, οι μαρτυρίες που αποκάλυπταν τις επεισοδιακές σχέσεις που είχε η γυναίκα με τα μέλη της οικογένειάς της, έστρεψαν το ενδιαφέρον στα δύο εγγόνια της, παιδιά της κόρης της από διαφορετικούς συντρόφους.
Η ηλικιωμένη γυναίκα συντηρούσε οικονομικά την 33χρονη εγγονή της, η οποία διέμενε στο διπλανό σπίτι, ενώ σε πολλές περιπτώσεις η σύνταξη των 600 ευρώ που έπαιρνε είχε γίνει μήλον της έριδος ανάμεσα στα εγγόνια και την κόρης της.
Ο γιος της, ο οποίος εργαζόταν στο εξωτερικό, επέστρεφε κάθε καλοκαίρι στην Ελλάδα για να δει τη μητέρα του και δεν ήταν λίγες οι φορές που είχε κοντραριστεί με την οικογένειά του ζητώντας τους να προσέχουν την 69χρονη. Μάλιστα, την τελευταία φορά που είχε επισκεφθεί την Κω είχε φροντίσει να αλλάξει την κλειδαριά του σπιτιού της, ώστε να μην μπορεί να μπει κανείς σε αυτό, χωρίς την άδεια της.
Η υπόθεση πήρε νέα διάσταση όταν η αστυνομία διαπίστωσε πως η τηλεόραση που είχε κλαπεί από το σπίτι της 69χρονης πουλήθηκε από τον εγγονό της. Στο κάδρο της υπόθεσης μπήκαν και τα δύο εγγόνια της ηλικιωμένης γυναίκας τα οποία, αν και αρχικώς αρνήθηκαν την εμπλοκή τους στην υπόθεση, τελικά κατηγορήθηκαν για την αποτρόπαια δολοφονία.
Το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Κω έκρινε ένοχη για τη δολοφονία της 69χρονης την εγγονή της δεχόμενο ότι ήταν εκείνη που εισέβαλε στο σπίτι της και, αφού σκότωσε τη γιαγιά της, έστησε σκηνικό ληστείας, πήρε την τηλεόραση και την έδωσε στον αδελφό της για να την πουλήσει με αποτέλεσμα να τον παγιδέψει.
Ωστόσο, ο Άρειος Πάγος ήρθε να ανατρέψει την πρωτόδικη απόφαση, ως προς το αθωωτικό σκέλος, κρίνοντας πως δεν ήταν επαρκώς αιτιολογημένη, καθώς στηριζόταν σε συμπεράσματα και όχι σε πραγματικά περιστατικά.
Η υπόθεση επανήλθε στο ακροατήριο με τα δύο αδέλφια να είναι και πάλι κατηγορούμενοι. Αποτέλεσμα, η αρχική απόφαση να ανατραπεί καθώς οι δικαστές, αυτή τη φορά, καταδίκασαν για το έγκλημα και τα δύο αδέλφια σε ισόβια και 10 χρόνια κάθειρξη.
Η μαρτυρία ενός αστυνομικού, ο οποίος ισχυρίστηκε πως ο νεαρός κατηγορούμενος ομολόγησε τη δολοφονία λέγοντάς του: «Εγώ το έκανα, ευχαριστήθηκες τώρα;» αλλά κι αυτή του ανθρώπου στον οποίο ο εγγονός πούλησε την τηλεόραση, στον οποίο φέρεται να είπε: «άσε τα έκανα σκ…» βάρυναν στην καταδικαστική απόφαση των δικαστών.
Ο 30χρονος, όμως, παρέμεινε εκτός φυλακής μέχρι τον Μάρτιο του 2018 όταν και συνελήφθη να κρύβεται σε σπηλιά, κοντά στο σπίτι του, στη Ρόδο.
Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, οκτώ περίπου μήνες αργότερα, έβαλε και πάλι την υπόθεση στο μικροσκόπιό του.
Ο κατηγορούμενος στην απολογία του, επέμεινε για ακόμη μία φορά πως δεν είχε σχέση με την δολοφονία της γιαγιά του «δείχνοντας» με τους ισχυρισμούς του την ετεροθαλή αδελφή του και συγκατηγορούμενή του. Όπως είπε, σκοπός του ήταν να πουλήσει την δική του τηλεόραση γιατί εκείνες τις ημέρες είχε ανάγκη από χρήματα αλλά η αδελφή του ήταν εκείνη που του πρότεινε, αναστατωμένη, να δώσει την τηλεόραση της γιαγιά τους την οποία άφησε σε απόσταση 20 μέτρων από το σπίτι, σκεπασμένη με μία λαμαρίνα.
Ο νεαρός, ο οποίος είπε πως στην φυλακή έγινε χρήστης ηρωίνης, υποστήριξε ότι εκείνη την περίοδο ο ίδιος εργαζόταν σε χαρτοπαικτική λέσχη και έβγαζε αρκετά χρήματα με τα οποία πολλές φορές βοηθούσε την αδελφή του. Όσο για τον DNA του που εντοπίστηκε στην μαξιλαροθήκη με την οποία ήταν σκεπασμένο το πολτοποιημένο κεφάλι της 69χρονης, ισχυρίστηκε πως ανήκε στην αδελφή του στο σπίτι της οποίας είχε κοιμηθεί πολλές φορές.
Η 33χρονη στην απολογία της αρνήθηκε κατηγορηματικά πως εμπλέκεται στη δολοφονία της γιαγιάς της. Όπως είπε, ήταν εκείνη που τη μεγάλωσε, την αγαπούσε και την στήριζε οικονομικά. «Ο μόνος λόγος που τσακωνόμασταν ήταν γιατί με επισκεπτόταν ο αδελφός μου τον οποίο θεωρούσε υπεύθυνο για την κλοπή του υπολογιστή που της είχε χαρίσει ο θείος μου για να επικοινωνούν μέσω Skype» είπε η κατηγορούμενη.
Μάλιστα, η νεαρή γυναίκα υποστήριξε ότι δεν είχε στην κατοχή της αντικλείδι του σπιτιού της γιαγιάς της, καθώς της το είχε πάρει ο θείος της την τελευταία φορά που τους επισκέφθηκε και άλλαξε κλειδαριά.
Το γεγονός ότι και τα δύο κλειδιά βρέθηκαν μέσα στο σπίτι της ηλικιωμένης, ήρθε να ενισχύσει τον ισχυρισμό της 33χρονης σε συνδυασμό με την κατάθεση του ιατροδικαστή που ανέφερε πως το DNA του αδελφού της στην μαξιλαροθήκη ήταν πρόσφατο, αλλά και οι δύο μαρτυρίες που ερμηνεύτηκαν ως ομολογία του 30χρονου, ήρθαν αν ανατρέψουν τα δεδομένα.
Αν και ο εισαγγελέας της έδρας ζήτησε την ενοχή του 30χρονου για ανθρωποκτονία από πρόθεση και για άμεση συνέργεια σε αυτή της αδελφής του, το Μικτό Ορκωτό Εφετείου Ρόδου έκρινε διαφορετικά.
Οι δικαστές έκριναν ομόφωνα αθώα, λόγω αμφιβολιών, την 33χρονη γυναίκα για τη δολοφονία της γιαγιάς της ενώ καταδίκασαν τον 30χρονο αδελφό της, επιβάλλοντάς του την ίδια ποινή με την πρωτόδικη.
πηγή: