Στο κοιμητήριο της Νέας Σμύρνης – Συντετριμμένη η οικογένειά του
Μέσα στο κτήμα «Κεκρωπία» όπου ζούσε με τη σύζυγο και τα δύο τους παιδιά είχε χτίσει το δικό του θέατρο για το οποίο καμάρωνε πολύ. Στο πολιτιστικό κέντρο 10 στρεμμάτων που είχε φτιάξει ο ηθοποιός, είχαν φιλοξενηθεί φεστιβάλ τραγουδιού και πολλά θεατρικά δρώμενα.
Ο Φαίδων Γεωργίτσης γεννήθηκε στις 26 Ιανουαρίου 1939 στη Νέα Σμύρνη και ήταν το δεύτερο παιδί ενός αξιωματικού του Ναυτικού και της Μικρασιάτισσας συζύγου του. Ο μικρός Φαίδων έχασε την αδερφή του όταν ήταν τριών ετών καθώς το δεκάχρονο κορίτσι είχε ένα θανατηφόρο δυστύχημα. Ακολούθησαν τα χρόνια της Κατοχής και η πείνα. Ως παιδί έζησε και τα Δεκεμβριανά του 1944, με τις σκληρές εικόνες που αντίκρισε να τον σημαδεύουν για πάντα.
Σπούδασε στις Δραματικές Σχολές των Καρόλου Κουν, Χρήστου Βλαχιώτη, Πέλου Κατσέλη. Όντας σπουδαστής, πρωτοεμφανίστηκε στον κινηματογράφο στην ταινία «Ποτέ την Κυριακή» του Ζιλ Ντασέν το 1960.
Υπήρχαν εποχές που τα κορίτσια έκαναν ουρές για να τον δουν από κοντά καθώς είχε από τα πιο όμορφα και εκφραστικά μάτια του ελληνικού κινηματογράφου.
«Ξέρω ότι άρεσα στο ασθενές φύλο γιατί με έπαιρναν τηλέφωνο από 12 ετών στο σπίτι μου και μάλιστα ήταν πιο μεγάλες από εμένα. Όταν με φώναξε ο Φίνος μου είχε πει: “Θα παίξεις με τον Δαλιανίδη μια κωμωδία”. Εγώ τότε του είπα ότι δεν ξέρω να παίζω κωμωδίες. Παρόλα, αυτά πήγα νευριασμένος να συναντήσω τον Δαλιανίδη. Θυμάμαι, τότε αυτός καθόταν σε ένα γραφείο και του λέω: “κύριε Δαλιανίδη, δεν ξέρω να παίζω κωμωδίες” κι αυτός μου λέει: “Δεν πειράζει, θα μάθεις”. Πού να το φανταζόμουν ότι αυτό που δεν ήθελα να παίξω ήταν αυτές οι ταινίες που με βοήθησαν αργότερα να έχω μια ζωή πολύ πιο εύκολη». Πολλοί τον αποκάλεσαν «Έλληνα Τζέιμς Ντιν» αλλά εκείνος δεν ταυτιζόταν καθώς ήταν φανατικός θαυμαστής του Μάρλον Μπράντο.
«Θύμωνα. Εγώ θαύμαζα τον Μάρλον Μπράντο. Κι όταν διάβαζα ότι ο Ντιν ήταν ο διάδοχος του Μπράντο ή θα τον ξεπερνούσε, γινόμουν έξαλλος! Είχα πει τόσα που όταν σκοτώθηκε σχεδόν ένιωσα ενοχές. Για να εξιλεωθώ, πήγα στο ‘‘Παλλάς’’ για να τον δω στα ‘‘Ανατολικά της Εδέμ’’. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που έμπαινα σε κινηματογράφο», είχε πει χαρακτηριστικά.
Πρωτοχρονιά του 1967 παντρεύεται την Μπέτυ Αρβανίτη και τον Μάιο εκείνου του χρόνου ο Φίνος του δίνει άδεια για τα γαμήλιο ταξίδι.
«Θα πηγαίναμε στη Θάσο, όταν μπήκαμε στο πλοίο, μας πήρε είδηση ο κόσμος και κυριολεκτικά μπούκαραν μέσα στο πλοίο και το πλοίο μπατάρισε. Έγινε πανικός, μπήκε η λιμενική αστυνομία μέσα και έβγαλε γρήγορα τον κόσμο έξω για να μπορέσει το πλοίο να έρθει στα ίσα του. Εγώ με την Μπέτυ είχα μια ανταγωνιστική σχέση, όχι τόσο επειδή ήμασταν και οι δυο ηθοποιοί, αλλά εγώ ήμουν από μια οικογένεια πατριαρχική και είχα μάθει ότι ο άντρας καθαρίζει για όλα. Και η Μπέτυ προερχόταν από μια οικογένεια όπου ήταν η μαμά της ο αρχηγός. Εκεί ήταν οι βασικές μας κόντρες».
Oι κινηματογραφικές επιτυχίες διαδέχονταν η μία την άλλη και ήταν ο νέος γόης της εποχής. Συμπρωταγωνίστησε με τις πιο όμορφες νέες ηθοποιούς ανάμεσά τους και η Αλίκη Βουγιουκλάκη.
«Με την Αλίκη είχαμε ένα σύντομο φλερτ το καλοκαίρι του 1963, όταν είχα χωρίσει για λίγο από την Μπέτυ. Την Μάρθα Καραγιάννη την έβλεπα πάντα ως φίλη. Η Ζωή Λάσκαρη μου άρεσε, αλλά δεν μπορούσαμε να κάνουμε ούτε μια απλή συζήτηση οι δυο μας. Κινδύνευα να γίνω ο κύριος Βουγιοκλάκης και δεν ήθελα» είχε πει για το σύντομο ειδύλλιό του με την εθνική μας σταρ.
Την πραγματική αγάπη θα τη γνωρίσει στις αρχές του 1970 στη Ρώμη, κατά τα γυρίσματα άλλης μιας ταινίας. Ήταν η γαλλικής καταγωγής καλλονή Μπέτσι, ένα φωτομοντέλο που κοσμούσε τα ξένα περιοδικά μόδας. Οι δυο τους θα παντρευτούν την επόμενη χρονιά και θα αποκτήσουν δύο παιδιά, τον Ραφαέλο και τη Μαρίζα.
Ο γιος του σήμερα είναι ηθοποιός. Και μπορεί το επίθετό του να είναι «πόρτα», όπως θεωρούν κάποιοι, στο καλλιτεχνικό χώρο αλλά στην πραγματικότητα αυτό δεν ισχύει. «Ο Ραφαέλο αποφάσισε να μείνει έξω από τα πράγματα. Για να βρεις δουλειά στο δικό μας χώρο, πρέπει να συναναστρέφεσαι από το πρωί μέχρι το βράδυ με ανθρώπους του χώρου σου. Ο Ραφαέλο πάντως έχει δουλειά. Δουλεύει μαζί μου», είχε δηλώσει ο ηθοποιός, ο οποίος ήταν και δάσκαλος του στην υποκριτική τέχνη.
Στα έργα που πρωταγωνιστούσε είχε σχεδόν μόνιμα δίπλα του τη Ζωή Λάσκαρη, τη Μαίρη Χρονοπούλου αλλά και τον Κώστα Βουτσά. Οι ταινίες «Κόκκινα φανάρια», «Οι θαλασσιές οι χάντρες», «Ένας ιππότης για τη Βασούλα», «Μια κυρία στα Μπουζούκια» και φυσικά η «Νύχτα γάμου» τον καθιέρωσαν στη συνείδηση του κοινού που έσπευδε να τον απολαύσει.
Η ατάκα του Μεμά (Γιάννης Βογιατζής) προς τον Φώτη (Φαίδων Γεωργίτσης), στην ταινία «Οι θαλασσιές οι χάντρες», έχει μείνει ιστορική, αφού είναι διαχρονικά επίκαιρη. Ο Φαίδων Γεωργίτσης για τη συνεργασία του με τη Ζωή Λάσκαρη είχε αποκαλύψει ότι το χαστούκι που της είχε δώσει, ήταν αληθινό.
«Όταν πρωτοαντίκρυσα τη Ζωίτσα έμεινα ξερός! Ήταν τόσο όμορφη που δεν μπορούσες να την κοιτάξεις! Όταν κάναμε κάποιες ερωτικές σκηνές, η καρδιά μου χτυπούσε πολύ δυνατά. Της έδωσα ένα αρκετά ισχυρό χαστούκι και βεβαίως θα μπορούσε να μην είναι αληθινό, αλλά ο Γιάννης Δαλιανίδης μου ζήτησε να είναι αληθινό για να έχει μια αληθινή αντίδραση από τη Ζωίτσα. Εγώ δεν είχα καμία διάθεση να δώσω ένα χαστούκι στη Ζωίτσα, με πίεσε ο Δαλιανίδης, της το έδωσα το χαστούκι, ήταν η αντίδραση όπως έπρεπε και πριν προλάβει να διαμαρτυρηθεί σε μένα η Ζωίτσα μπήκε ο Δαλιανίδης στη μέση και της είπε ότι ήταν δική του πρωτοβουλία».
Όπως ήταν αναμενόμενο μετά το θέατρο και τον κινηματογράφο ακολούθησε και η μικρή οθόνη. Ήταν 1972 όταν εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη σειρά «Κόκκινο δαχτυλίδι». Στη δεκαετία του 1990 θα τον συναντήσουμε και πάλι να πρωταγωνιστεί μέσα από τις καθημερινές τηλεοπτικές σειρές «Καλημέρα Ζωή» και «Λάμψη» του Νίκου Φώσκολου. Στο σινεμά επέστρεψε το 2008 και αφού είχε απουσιάσει για 26 χρόνια, ερμηνεύοντας έναν ρόλο στο φιλμ «Ο γιος του Τσάρλυ».