Προστατεύουμε την α’ κατοικία- δίνουμε την ευκαιρία στους δανειολήπτες να αγοράσουν το δάνειό τους πριν αυτά καταλήξουν στα funds

 

 

 

 

Σημαντική πρωτοβουλία ανέλαβε το Κίνημα Αλλαγής που ρυθμίζει το πλαίσιο για την προστασία της κύριας κατοικίας των οικονομικά ασθενέστερων δανειοληπτών από πλειστηριασμούς.

Ο κ. Μιχάλης Κατρίνης, υπεύθυνος τομέα Ανάπτυξης και Επενδύσεων δήλωσε πως “πρόκειται για μια σημαντική παρέμβαση, καθώς, μεταξύ άλλων, δίνει στους αδύναμους δανειολήπτες μια δεύτερη ευκαιρία  να αγοράσουν το δάνειο τους, πριν αυτό καταλήξει στα funds που λειτουργούν με κερδοσκοπικούς όρους.”

Πρόκειται για μια πρωτοβουλία που δίνει τη δυνατότητα στους οικονομικά αδύναμους συμπολίτες μας να διαπραγματευτούν την αγορά του κόκκινου δανείου τους, ενώ προβλέπει την ίδια δυνατότητα και για όσους τα δάνειά τους, έχουν ήδη αγοραστεί από τα ξένα funds.

 

Ακολουθεί το κείμενο της τροπολογίας

Τροπολογία – Προσθήκη 

Στο νομοσχέδιο του Υπουργείου Οικονομικών: «Κύρωση α) της από 25.09.2019 Π.Ν.Π. «Επείγουσα ρύθμιση για την απαλλαγή από την υποχρέωση απόδοσης του φόρου διαμονής» (Α΄142), β) της από 30.09.2019 Π.Ν.Π. «Κατεπείγουσες ρυθμίσεις αρμοδιότητας των Υπουργείων Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Εσωτερικών, Οικονομικών και Υγείας» (Α΄145), γ) της από 04.10.2019 Π.Ν.Π. «Κατεπείγουσες ρυθμίσεις αρμοδιότητας του Υπουργείου Υγείας» (Α΄150) και άλλες διατάξεις».

Αιτιολογική Έκθεση

Θέμα: «Επαναφορά της προστασίας της κύριας κατοικίας των υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων και το δικαίωμα προαίρεσης στην αγορά του δανείου με προϋποθέσεις.».

Ο  Ν.3869/2010 εισήγαγε στη χώρα μας το θεσμό της ατομικής πτώχευσης, δίνοντας τη δυνατότητα στους υπερχρεωμένους καταναλωτές  να ρυθμίζουν τα χρέη τους με βάση τις πραγματικές τους δυνατότητες, καθιερώνοντας την προστασία της κατοικίας των υπερχρεωμένων νοικοκυριών. Ο υπερχρεωμένος οφειλέτης, εφόσον είχε περιέλθει χωρίς δόλο σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής, μπορούσε να αιτηθεί την προστασία της κύριας κατοικίας του, υπό την προϋπόθεση ότι θα αποπλήρωνε με το χαμηλό επιτόκιο ενός στεγαστικού δανείου σε μακροχρόνια βάση, το ποσό που θα εισέπρατταν οι τράπεζες από τη ρευστοποίησή της.

Ο Ν.3869/2010 αποτέλεσε, μέσα στην κορύφωση της οικονομικής κρίσης, το πιο σημαντικό εργαλείο των αδύναμων δανειοληπτών για να ρυθμίσουν τα χρέη τους με βάση τις πραγματικές τους δυνατότητές και να προστατεύσουν την κατοικία τους. Αυτό συνέβη την ίδια στιγμή που οι τράπεζες εμφανίζονταν απρόθυμες να προβούν σε ουσιαστικές ρυθμίσεις και αναπροσαρμογές των χρεών.

Η προηγούμενη κυβέρνηση όχι μόνο δεν στήριξε την εφαρμογή του νόμου 3869/2010 αλλά, δυστυχώς, κατήργησε τις διατάξεις για την προστασία της κύριας κατοικίας. Στη θέση τους εισήγαγε  το Ν. 4605/2019, ένα νόμο που απέχει πολύ από το να προσφέρει αποτελεσματική προστασία της κατοικίας των υπερχρεωμένων πολιτών. Ο Ν.4605/2019 αφορά στην ουσία ένα πρόγραμμα, διαθέσιμο για μία ορισμένη χρονική περίοδο, για τη ρύθμιση ορισμένων, ενυπόθηκα εξασφαλισμένων, τραπεζικών πιστώσεων.  Ως τέτοιο πρόγραμμα, δεν μπόρεσε να καλύψει το κενό που άφησε η απάλειψη της προστασίας της κατοικίας στο πλαίσιο του Ν. 3869/2010.

Άλλωστε, το πλήθος των προϋποθέσεων που θέτει για την υπαγωγή στις ρυθμίσεις του, με βάση και τα στοιχεία που ανακοινώθηκαν, αποκλείει το συντριπτικό μέρος των δανειοληπτών που βρίσκονται είτε σε πρόσκαιρη ή σε μόνιμη αδυναμία. Αυτός, εξάλλου, ήταν και ο λόγος για την αναγκαιότητα τροποποίησής του στο υπό συζήτηση νομοσχέδιο.

Ο  Ν.4605/2019 έχει πρόσκαιρη ισχύ, δε  λαμβάνει υπόψη τις συνολικές οφειλές, δεν προβλέπει τη συλλογική τους ρύθμιση, ενώ δε διαμορφώνει προϋποθέσεις για ένα νέο οικονομικό ξεκίνημα, καθώς μεταφέρει στο απώτερο μέλλον το σύνολο των υποχρεώσεων του οφειλέτη ή τα τυχόν περιορισμένα, ευεργετήματα διαγραφής χρέους.

Σήμερα, τα νοικοκυριά απειλούνται όσο ποτέ άλλοτε από την απώλεια της κατοικίας. Οι τράπεζες, αντί της διευκόλυνσης των ρυθμίσεων με βάση τις δυνατότητες των δανειοληπτών, έχουν επιλέξει τη στρατηγική της πώλησης των δανείων. Χιλιάδες πλειστηριασμοί κατοικιών επισπεύδονται, πλέον και από τις εταιρίες που αγοράζουν τα δάνεια αποβλέποντας στο γρήγορο κέρδος τους. Ο Κώδικας Δεοντολογίας της Τράπεζας της Ελλάδος δεν έχει παράγει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Καθίσταται επιβεβλημένο, προκειμένου να αποφευχθεί το τραγικό αδιέξοδο αρκετών νοικοκυριών, να αποκατασταθεί το πλέγμα προστασίας της κύριας κατοικίας που προέβλεπε ο Ν. 3869/2010.

Η δικαστική κρίση και η πρόσβαση που έχουν, πλέον, οι πιστωτές,  σε όλα τα κρίσιμα οικονομικά δεδομένα του δανειολήπτη εγγυώνται και διασφαλίζουν την αξιόπιστη εφαρμογή του νόμου.  Συγχρόνως όμως, η αποκατάσταση της προστασίας θα προσφέρει στα υπερχρεωμένα νοικοκυριά μία στοιχειώδη διαπραγματευτική δύναμη για την επιδίωξη μίας ουσιαστικής, ρεαλιστικής και κατάλληλης ρύθμισης.

Με την πρώτη παράγραφο επαναφέρεται η προστασία της κύριας κατοικίας του Ν.3869/2010, όπως κατά βάση προβλεπόταν κατά το χρόνο που  έληξε η προστασία της. Συγχρόνως, προβλέπεται η δυνατότητα αξιοποίησης της συνεισφοράς του Δημοσίου του άρθρου 76 του ν. 4605/2019, στη λογική του νόμου αυτού,  για τη βελτίωση της ικανότητας αποπληρωμής του οφειλέτη, αλλά και τη βέλτιστη αποπληρωμή των χρεών προς τους πιστωτές.

Με τη δεύτερη παράγραφο κατοχυρώνεται το δικαίωμα προαίρεσης του δανειολήπτη στην αγορά του δανείου, εφόσον έχει κριθεί από τα αρμόδια όργανα της τράπεζας ή με δικαστική απόφαση ότι αυτός, δεν δύναται να ανταποκριθεί πλήρως στις δανειακές του υποχρεώσεις. Η πώληση των δανείων είναι μία δυσμενής εξέλιξη για τον οφειλέτη. Ο τελευταίος χάνει τη σχέση του με την τράπεζα την οποία εμπιστεύτηκε για τη λήψη του δανείου του και είναι υποχρεωμένος να έχει ως συνομιλητή μία ξένη, κατά κανόνα, μικρότερη εταιρία. Εταιρία, η οποία, δίχως κοινωνική ευθύνη και εκτός ουσιαστικού εποπτικού  πλαισίου, ενδιαφέρεται μόνο για το γρήγορο κέρδος και τη ρευστοποίηση των ασφαλειών του δανείου και ουδόλως για τη διατήρηση ή αποκατάσταση μίας ισορροπημένης και μακρόχρονης πιστωτικής σχέσης με τον οφειλέτη. Από την άλλη, η τράπεζα προκειμένου να μειώσει κινδύνους και να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις για κεφαλαιακή επάρκεια οδηγείται συχνά σε απαξίωση των δανειακών της χαρτοφυλακίων και τελικά των περιουσιακών της στοιχείων.

Η προτεινόμενη ρύθμιση λαμβάνει υπόψη τόσο τα συμφέροντα των τραπεζών όσο και των δανειοληπτών και περιλαμβάνει ασφαλιστικές δικλείδες για την αποτροπή πρόκλησης εικονικά ‘’κοκκινισμένων’’ δανείων.

Ειδικότερα, σύμφωνα με τη ρύθμιση η τράπεζα υποχρεούται, πριν την πώληση του δανείου στα funds, να δώσει στο δανειολήπτη τη δυνατότητα να αγοράσει ο ίδιος το δάνειο. Μάλιστα, όχι απαραίτητα στην ίδια τιμή με την τιμή πώλησης στο fund, αλλά και σε υψηλότερη, γεγονός που εξασφαλίζει στην τράπεζα καλύτερες τιμές πώλησης που αντισταθμίζουν και τις ενδεχόμενες επιπτώσεις στην ομάδα των δανείων που προορίζονταν για πώληση. Συγχρόνως, ο δανειολήπτης, έχοντας πλέον μία σημαντική ελάφρυνση της οφειλής και καλύτερη προοπτική αποπληρωμής, μπορεί, αν όχι με τις δικές του δυνάμεις,  να επιδιώξει είτε από πιστωτικά ιδρύματα είτε από το προσωπικό του περίγυρο, με ευνοϊκότερους όρους, την αναχρηματοδότηση της οφειλής του.

Τροπολογία  – Προσθήκη

Στο νομοσχέδιο του Υπουργείου Οικονομικών: «Κύρωση α) της από 25.09.2019 Π.Ν.Π. «Επείγουσα ρύθμιση για την απαλλαγή από την υποχρέωση απόδοσης του φόρου διαμονής» (Α΄142), β) της από 30.09.2019 Π.Ν.Π. «Κατεπείγουσες ρυθμίσεις αρμοδιότητας των Υπουργείων Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Εσωτερικών, Οικονομικών και Υγείας» (Α΄145), γ) της από 04.10.2019 Π.Ν.Π. «Κατεπείγουσες ρυθμίσεις αρμοδιότητας του Υπουργείου Υγείας» (Α΄150) και άλλες διατάξεις»

Άρθρο

  1. Στο άρθρο  9 του ν. 3869/2010 προστίθενται παράγραφοι 2 έως 5 που έχουν ως ακολούθως: 

«2. Ο οφειλέτης μπορεί να υποβάλει στο δικαστήριο πρόταση εκκαθάρισης και σχέδιο διευθέτησης οφειλών, ζητώντας να εξαιρεθεί από την εκποίηση βεβαρημένο ή με μη εμπράγματη ασφάλεια ακίνητο, εφόσον, στο πρόσωπο του οφειλέτη,  πληρούνται σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) το συγκεκριμένο ακίνητο χρησιμεύει ως κύρια κατοικία του, β) το μηνιαίο διαθέσιμο οικογενειακό του εισόδημα δεν υπερβαίνει τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης, όπως αυτές προσδιορίζονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 5 του παρόντος, προσαυξημένες κατά εβδομήντα τοις εκατό (70%), γ) η αντικειμενική αξία της κύριας κατοικίας κατά το χρόνο συζήτησης της αίτησης δεν υπερβαίνει τις εκατόν ογδόντα χιλιάδες (180.000) ευρώ  για τον άγαμο οφειλέτη, προσαυξημένη κατά σαράντα χιλιάδες ευρώ (40.000) ευρώ για τον έγγαμο οφειλέτη και κατά είκοσι χιλιάδες (20,000) ευρώ ανά τέκνο και μέχρι τρία (3) τέκνα και δ) ο οφειλέτης είναι συνεργάσιμος δανειολήπτης, βάσει του Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών, όπου αυτός εφαρμόζεται.

Το σχέδιο διευθέτησης οφειλών θα προβλέπει ότι ο οφειλέτης  καταβάλλει το μέγιστο της δυνατότητας αποπληρωμής του και ότι καταβάλλει ποσό τέτοιο ώστε οι πιστωτές του να μη βρεθούν χωρίς τη συναίνεσή τους, σε χειρότερη οικονομική θέση από αυτήν στην οποία θα βρίσκονταν σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος ορίζονται η διαδικασία και τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό της μεγίστης ικανότητας αποπληρωμής του οφειλέτη και τον προσδιορισμό του ποσού το οποίο θα ελάμβαναν οι πιστωτές σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης, καθώς και για τον προσδιορισμό της ενδεχόμενης ζημίας των πιστωτών.

  1. Για την εφαρμογή του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2, οποιοσδήποτε διάδικος μπορεί να ζητήσει να ληφθεί υπόψη η εμπορική και όχι η αντικειμενική αξία της κύριας κατοικίας του οφειλέτη. Στην περίπτωση αυτή, το δικαστήριο διορίζει ως πραγματογνώμονα πιστοποιημένο εκτιμητή, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο περιλαμβάνεται στο Μητρώο Πιστοποιημένων Εκτιμητών της Διεύθυνσης Οικονομικού Συντονισμού και Μακροοικονομικών Προβλέψεων της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών. Τα έξοδα της πραγματογνωμοσύνης βαρύνουν το διάδικο που τη ζητεί. Το αίτημα για διορισμό πραγματογνώμονα είναι απαράδεκτο, αν δεν υποβάλλεται είτε με την αίτηση είτε με αυτοτελές δικόγραφο, το οποίο κατατίθεται τουλάχιστον έξι (6) μήνες πριν την ημερομηνία συζήτησης της αίτησης. Αν το αίτημα υποβληθεί με την αίτηση, ο Ειρηνοδίκης διορίζει πραγματογνώμονα κατά την ημέρα επικύρωσης. Αν υποβληθεί με αυτοτελές δικόγραφο, ο πραγματογνώμονας διορίζεται με πράξη του αρμόδιου δικαστή, η οποία εκδίδεται μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την κατάθεσή του, με κλήτευση των διαδίκων πριν από είκοσι τέσσερις (24) ώρες. Δεν απαιτείται διορισμός πραγματογνώμονα αν οποιοσδήποτε διάδικος προσκομίσει έκθεση πιστοποιημένου εκτιμητή του δεύτερου εδαφίου. Αν το δικαστήριο δεν εξαιρέσει την κύρια κατοικία από τη ρευστοποίηση, τότε για τρία (3) έτη από τη δημοσίευση της απόφασης η τιμή πρώτης προσφοράς κατά τον πλειστηριασμό της δεν μπορεί να είναι κατώτερη του ορίου αξίας για την προστασία της κύριας κατοικίας κατά τη γ’ περίπτωση του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2. Αν σε δύο διαδοχικούς πλειστηριασμούς, με τιμή πρώτης προσφοράς ίση με το όριο αξίας για την προστασία της κύριας κατοικίας κατά τη γ’ περίπτωση του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2, δεν γίνει κατακύρωση, τότε ο οφειλέτης μπορεί να ζητήσει μεταρρύθμιση της απόφασης για τη δικαστική ρύθμιση των οφειλών του, προκειμένου να εξαιρεθεί η κύρια κατοικία του από τη ρευστοποίηση, εφόσον συντρέχουν και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2. Στη δίκη της αίτησης μεταρρύθμισης τεκμαίρεται αμάχητα ότι η εμπορική αξία της κατοικίας είναι κατώτερη του ορίου αξίας για την προστασία της κατά τη γ’ περίπτωση του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2, ενώ ο χρονικός περιορισμός της παραγράφου 2 κρίνεται με βάση το χρόνο άσκησης της αρχικής αίτησης. Κατά το χρονικό διάστημα των καταβολών της παραγράφου 2 του άρθρου 8 το δικαστήριο κατανέμει το ποσό που μπορεί να καταβάλει ο οφειλέτης μεταξύ της ρύθμισης οφειλών του άρθρου 8 και του σχεδίου διευθέτησης οφειλών του παρόντος άρθρου, διασφαλίζοντας ότι οι πιστωτές δεν θα βρεθούν χωρίς τη συναίνεσή τους σε χειρότερη οικονομική θέση από αυτήν, στην οποία θα βρίσκονταν σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης.

4. Η μη τήρηση από τον οφειλέτη των υποχρεώσεων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 2, επιτρέπει στον πιστωτή να κινήσει διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του οφειλέτη και της μοναδικής κατοικίας του. Καταγγελία της ρύθμισης της παραγράφου 2 επιτρέπεται εφόσον ο οφειλέτης καθυστερεί υπαιτίως την καταβολή τεσσάρων διαδοχικών μηνιαίων δόσεων ετησίως ή καθυστερεί την καταβολή δόσεων της ρύθμισης, έτσι ώστε το συνολικό ύψος του ποσού σε καθυστέρηση να υπερβαίνει αθροιστικώς την αξία τεσσάρων (4) μηνιαίων δόσεων ετησίως. Για τον υπολογισμό του έτους στο προηγούμενο εδάφιο λαμβάνεται ως αφετηρία ο χρόνος έκδοσης της αποφάσεως που διατάσσει την καταβολή των δόσεων κατά το παρόν άρθρο. Αν ο οφειλέτης κατοικεί ή διαμένει σε ξένο ακίνητο, τότε οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται και για το μοναδικό ακίνητο του οφειλέτη που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κύρια κατοικία. Η προστασία του ακινήτου, σύμφωνα με τα προηγούμενα, ισχύει και εφόσον ο οφειλέτης έχει την επικαρπία ή ψιλή κυριότητα ή ιδανικό μερίδιο επ’ αυτών.

5. Ο οφειλέτης δύναται να αιτηθεί τη συνεισφορά του Δημοσίου που προβλέπεται στο άρθρο 76 του Ν. 4605/2019  για τη μερική κάλυψη των μηνιαίων καταβολών που ορίζονται στο πλαίσιο της ρύθμισης της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου. Με απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Ανάπτυξης, Εργασίας Κοινωνικής ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Οικονομικών καθορίζονται οι προϋποθέσεις,  ο τρόπος προσδιορισμού και το ακριβές ύψος της συνεισφοράς του Δημοσίου.»

  1. Μετά την παράγραφο 2 του άρθρου 3  του ν. 4354/2015 προστίθεται παράγραφος 2α που έχει ως ακολούθως: 

«2α. Πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα υποχρεούνται, τέσσερις  μήνες πριν τη μεταβίβαση απαιτήσεών τους σε Εταιρείες Απόκτησης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ΕΑΑΔΠ), να απευθύνουν έγγραφη πρόσκληση προς τον οφειλέτη, εφόσον έχει ήδη κριθεί από τα αρμόδια όργανα της Τράπεζας ή με δικαστική απόφαση ότι αυτός δεν μπορεί να ανταποκριθεί πλήρως στις δανειακές του υποχρεώσεις, να προβεί ο ίδιος στην αγορά του δανείου  σε ποσόν το οποίο δεν υπερβαίνει:

α) κατά είκοσι τοις εκατό (20%) το ποσό στο οποίο θα μεταβιβαστεί το δάνειο ή η πίστωση σε ΕΑΑΠΔ, εφόσον το ποσό αυτό  υπερβαίνει το εξήντα τοις εκατό (60%) της οφειλής,

β) κατά σαράντα τοις εκατό (40%) το ποσό στο οποίο μεταβιβάζεται το δάνειο ή η πίστωση σε ΕΑΑΠΔ, εφόσον το ποσό αυτό υπερβαίνει το τριάντα  τοις εκατό (30%) της οφειλής,

γ) κατά εβδομήντα  τοις εκατό (70%) το ποσό στο οποίο μεταβιβάζεται το δάνειο ή η πίστωση σε ΕΑΑΠΔ, εφόσον το ποσό αυτό  είναι κατώτερο της οφειλής του προηγούμενου εδαφίου.

Το ποσόν αγοράς των περιπτώσεων β και γ δεν μπορεί να υπερβαίνει ποσόν αγοράς που θα προέκυπτε αντίστοιχα από την εφαρμογή των ποσοστών  υπέρβασης των περιπτώσεων α και β. Με την έγγραφη πρόσκληση το πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα θέτει προθεσμία σαράντα ημερολογιακών ημερών στον οφειλέτη να απαντήσει εγγράφως αν θα ασκήσει το δικαίωμα προαίρεσης στην αγορά του δανείου, προκαταβάλλοντας το είκοσι τοις εκατό του ποσού στο οποίο διαμορφώνεται η οφειλή του. Ο οφειλέτης  υποχρεούται να αποπληρώσει το υπόλοιπο της οφειλής εντός 36 μηνών, σε εξάμηνες χρεολυτικές δόσεις,  από την αποστολή σε αυτόν της έγγραφης πρόσκλησης, εκτός αν συμφωνήσει με το  πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, άλλη διάρκεια ή τρόπο αποπληρωμής. Σε περίπτωση μη αποπληρωμής χάνει το δικαίωμα προτίμησης και η προκαταβολή πιστώνεται σε αποπληρωμή της αρχικής οφειλής».

3.Η διαδικασία της παραγράφου 2α του άρθρου 3 του ν. 4354/2015 εφαρμόζεται αναλογικά και για τις απαιτήσεις που έχουν ήδη μεταβιβαστεί σε Εταιρείες Απόκτησης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ΕΑΑΔΠ) και δεν έχουν εξοφληθεί  ή δεν έχουν διευθετηθεί στο ίδιο ή μικρότερο ύψος. Εντός δύο μηνών από την έκδοση της κοινής υπουργικής απόφασης της παρούσης παραγράφου οι ΕΑΑΔΠ υποχρεούνται να παράσχουν στους οφειλέτες τη δυνατότητα ρύθμισης οφειλής που δεν θα υπερβαίνει το ύψος που  περιορίζεται σύμφωνα με την παραπάνω παράγραφο και σε διάρκεια που δεν μπορεί να είναι μικρότερη των 36 μηνών. Η απαλλαγή του οφειλέτη από το υπόλοιπο της οφειλής δύναται να τελεί υπό τον όρο τήρησης της ρύθμισης αυτής. Δεν μπορούν να επιβληθούν ή συνεχίσουν μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του οφειλέτη για την ικανοποίηση απαιτήσεων της παρούσης παραγράφου αν δεν έχει παρέλθει άπρακτη η προθεσμία ρύθμισης ή έπαυσε αυτή να τηρείται για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών  και Ανάπτυξης και Επενδύσεων που εκδίδεται δύο μήνες από τη δημοσίευση του παρόντος καθορίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής της ως άνω διαδικασίας.