Με αφορμή την κατάθεση του προϋπολογισμού από την κυβέρνηση, τις γενικότερες εξαγγελίες του κυρίου Μητσοτάκη, την εμμονή στις ξένες επενδύσεις και τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, ως συνέχεια της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, βρίσκει κανείς μεγάλη ομοιότητα με την πολιτική που εφάρμοσε μια «αγαπημένη» πολλών στελεχών της Νέας Δημοκρατίας στην άλλη άκρη της Ευρώπης, 40 περίπου χρόνια πριν.
Σαν σήμερα το 1990, μετά από 11 χρόνια διακυβέρνησης, παραιτήθηκε η Μάργκαρετ Θάτσερ, η μεγαλύτερη ίσως οπαδός του σκληρού νεοφιλελεύθερου οικονομικού μοντέλου διακυβέρνησης.
Νεοφιλελεύθερο μοντέλο, όπως διατυπώθηκε από τον οικονομολόγο Μίλτον Φρίντμαν και υιοθετήθηκε μόνο από εκείνη, τον αμερικάνο πρόεδρο Ρήγκαν και το δικτάτορα της Χιλής Πινοσέτ.
Η κ. Θάτσερ ανήλθε στην εξουσία, διαδεχόμενη κυβερνήσεις με άτολμες και υποχωρητικές πολιτικές που θυμίζουν πολύ την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, επενδύοντας στον σκληρό και ξεκάθαρα οικονομικό πολιτικό λόγο της, όπως περίπου η Νέα Δημοκρατία τώρα.
Για πολλούς, η οικονομική πολιτική της θεωρήθηκε αναγκαία και η διακυβέρνησή της συνοδεύεται ακόμα και σήμερα από λαμπρούς μύθους, όπως η πάταξη του χουλιγκανισμού στην Αγγλία και το πλασάρισμα του Ηνωμένου Βασιλείου στις ισχυρές οικονομίες του κόσμου.
Θεωρητικά, η οικονομική πολιτική της είχε κάποια επιτυχία, εφόσον έβγαλε η Μεγάλη Βρετανία από τη δεινή οικονομική κατάσταση της δεκαετίας του 70.
Οι περισσότεροι οικονομολόγοι πάντως συμφωνούν ότι για την εξέλιξη αυτή περισσότερο ευθύνεται η επιβράδυνση των τότε ισχυρών οικονομιών της Γαλλίας και της Γερμανίας, παρά η βιομηχανική άνθηση της Αγγλίας.
Επιπλέον, το «οικονομικό θαύμα» που ξεκίνησε το 1985 με ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 4% και 5% συνοδεύτηκε με αύξηση του πληθωρισμού της τάξης του 9% ,σταμάτησε απότομα το 1990 και οδήγησε τη χώρα σε ύφεση την αμέσως επόμενη χρονιά.
Οι αποκρατικοποιήσεις, οι μισθολογικές πιέσεις, η διάλυση των σωματείων, η μείωση των φόρων και η απορρύθμιση της αγοράς οδήγησαν στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων, κυρίως στον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας και του πετρελαίου (κοιτάσματα στη βόρεια θάλασσα), οι οποίες έφεραν συσσώρευση πλούτου σε κάποια αστικά κέντρα, κυρίως στη νότια Αγγλία και το Λονδίνο .
Η πραγματικότητα, όμως, είναι ότι η Θάτσερ άφησε μια χώρα βαθύτατα διχασμένη σε οικονομικό, κοινωνικό και ενδο-εθνικό επίπεδο, έθεσε τις βάσεις για τις τεράστιες ανισότητες που επικρατούν αυτή τη στιγμή στη χώρα, πάταξε τα σωματεία εργαζομένων με πρόφαση τον κομμουνιστικό κίνδυνο και δημιούργησε τεχνητή ύφεση, εκτινάσσοντας την ανεργία τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησής της, από το 5% στο 12%.
Ολόκληρες πόλεις φτωχοποιήθηκαν στη βόρεια Αγγλία και τη Σκωτία, το μέσο προσδόκιμο ζωής έπεσε, το επίπεδο εκπαίδευσης επιδεινώθηκε ραγδαία, ο αλκοολισμός εκτινάχθηκε και η εγκληματικότητα έφτασε σε δυσθεώρητα ύψη. Η αστυνομική βία έγινε καθημερινότητα, τα εργασιακά δικαιώματα καταπατήθηκαν και το κοινωνικό κράτος εξαλείφθηκε, όλα στο όνομα της ανάπτυξης.
Τα ψυχολογικά κατάλοιπα που άφησε η κυβέρνηση Θάτσερ, κυρίως στην εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα, είναι εμφανή ακόμα και σήμερα.
Η συλλογική ανάμνηση της διακυβέρνησης Θάτσερ προσδιόρισε σε μεγάλο βαθμό την εκλογική συμπεριφορά των Βρετανών, από το δημοψήφισμα του Brexit μέχρι το Scottish Independence , με συνέπειες για ολόκληρη την Ευρώπη.
Επειδή, λοιπόν, όποιος δεν μαθαίνει από τα ιστορικά λάθη είναι καταδικασμένος να τα επαναλάβει, θεωρώ καλό να μετριάσει η κυβέρνηση το σκληρό οικονομικό της λόγο και να σταματήσει να προτάσσει τα συμφέροντα της οικονομικής ελίτ ως τη μοναδική λύση για τη σωτηρία της χώρας.
Γιατί, σίγουρα, η απάντηση στην αμετροέπεια των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι η δημιουργία μιας «γαλάζιας κανονικότητας», ένα επιτηδευμένο «μοντέλο Φρίντμαν» εις βάρος του ελληνικού λαού για μια ακόμη φορά.