Περικλής Κοροβέσης: Ο αθεράπευτος οραματιστής που «έφυγε» πλήρης εμπειριών

 

 

 

 

Δεν συμβιβαζόταν με το περίπου, γιατί πίστευε βαθιά στο πλήρες, αντιτάχθηκε σθεναρά σε κάθε είδους εξουσία, κοινωνική, πολιτική, ιδεολογική.

Οραματιστής, ασυμβίβαστος, ρηξικέλευθος, ευφυής και προπαντός πιστός στις αρχές, τις ιδέες και τις αξίες του: Αυτός ήταν ο Περικλής Κοροβέσης  που έφυγε σήμερα από τη ζωή, σε ηλικία 79 ετών, ίσως όχι ακριβώς πλήρης ημερών αλλά σίγουρα πλήρης εμπειριών! Μια προσωπικότητα ξεχωριστή, που μ’ έναν μαγικό τρόπο κατάφερνε να αφήνει ανεξίτηλη τη σφραγίδα του σε ότι κι αν άγγιζε, από την λογοτεχνία και την ποίηση, μέχρι το ακτιβισμό και την πολιτική. Πάνω απ΄ όλα, όμως, μια διαχρονικά ελεύθερη ψυχή!

«Είμαι φτωχός σε υλικά αγαθά, αλλά πλούσιος σε εμπειρίες» συνήθιζε να λέει μ’ εκείνο το χαμόγελο του ανθρώπου που έζησε τη ζωή του ακριβώς όπως ήθελε, μακριά από αγκυλώσεις και περιορισμούς κάθε είδους. Υπήρξε πάντα η διαφορετική φωνή μέσα στο πλήθος, εκείνος που δεν συμβιβαζόταν με το περίπου, γιατί πίστευε βαθιά στο πλήρες, αλλά κι αυτός που αντιτάχθηκε σθεναρά σε κάθε είδους εξουσία, κοινωνική, πολιτική, ιδεολογική. Μόνον στον έρωτα επέτρεπε στον εαυτό του να «σκλαβωθεί» κι αυτό, βεβαίως, με πλήρη συνείδηση.

Η έμφυτη ανάγκη του για ελευθερία, αυτονομία και αυτοδιάθεση εκφράστηκε από πολύ νωρίς. Γι’ αυτό και αγαπούσε πολύ την Αθήνα, στην οποία έζησε από το 1957, οπότε μετακόμισε με την οικογένειά του από την ιδιαίτερη πατρίδα του την Κεφαλονιά, μέχρι το τέλος της ζωής του. Για δεκαετίες ολόκληρες, εξάλλου, υπήρξε μια από τις πιο χαρακτηριστικές φιγούρες του Κέντρου. Όλο και κάπου θα τον πετύχαινες να τριγυρνά ή να κάθεται τα βράδια, να πίνει το ποτό του, να συζητά, να συμμετέχει, να διαφωνεί, να ζει…

Η Αθήνα ήταν, άλλωστε, η πόλη που μπορούσε να καλύψει τις έντονες καλλιτεχνικές του ανησυχίες που ανάβλυζαν από μέσα του σαν ορμητικός χείμαρρος οδηγώντας τον πότε στις μπουάτ τις Πλάκας, πότε στην δραματική σχολή του Ροντήρη,  και πότε στο Ωδείο Αθηνών. Μέσα σε αυτούς τους κόλπους αναπτύχθηκε η σκέψη του όχι μόνον καλλιτεχνικά αλλά και κοινωνικά και πολιτικά.

Η ζωή του, παρά την οικονομική ανασφάλεια, η οποία επί της ουσίας υπήρξε προσωπική του επιλογή, κυλούσε έντονα, δημιουργικά, συναρπαστικά μέχρι το 1967 που στήθηκε, στις ζωές και στις ψυχές όλων των Ελλήνων, ο άχαρος, βαρύς και απροσπέλαστος τοίχος της Χούντας. Ούτε αυτός όμως στάθηκε ικανός τα τιθασεύσει τα όνειρά του και το ελεύθερο πνεύμα του. Μια νέα πραγματικότητα, αυτή της αντίστασης, ήταν για εκείνον ο μοναδικός δρόμος που θα τον οδηγούσε, και πάλι, στην πολυπόθητη, αναγκαία για την επιβίωσή του όσο και το οξυγόνο, θάλασσα της ελευθερίας. Η διαδρομή αυτή, βεβαίως, δεν ήταν διόλου εύκολη αφού περιελάμβανε συλλήψεις, φυλακίσεις, βασανιστήρια. Εκείνος όμως ήταν αποφασισμένος να συνεχίσει καθώς ένιωθε, βαθιά μέσα του, την ανομολόγητη αυτή ικανοποίηση που βιώνουν όσοι συνειδητοποιούν πως αποτελούν ζωντανό κομμάτι της ιστορίας που γράφεται.

Το 1969, από το εξωτερικό, όπου είχε καταφύγει, εκδίδει τους συγκλονιστικούς «Ανθρωποφύλακες», όπου καταγράφει τα βασανιστήρια που υπέστη αλλά και τον θρίαμβο του ανθρώπου απέναντι στα κτήνη, τη νίκη της σκέψης απέναντι στον σωματικό πόνο. Ένα βιβλίο εξαιρετικά επίκαιρο και σήμερα, δεκαετίες μετά, καθώς φωτίζει, τις συνθήκες που τρέφουν και γιγαντώνουν τις νεοφασιστικές ιδεολογίες στην σύγχρονη, ταλαιπωρημένη Ευρώπη.

Ακόμη και την σχέση του με την πολιτική, όμως. ο Περικλής Κοροβέσης επέλεξε να την διαχειριστεί με τον δικό του ιδιότυπο για κάποιους, τίμιο και καθαρό για εκείνον τρόπο. Γι’ αυτό, εξάλλου, ανέκαθεν προτιμούσε την ιδιότητα του κοινωνικού ακτιβιστή από αυτήν του πολιτικού, γι’ αυτό και εγκατέλειψε τον ΣΥΡΙΖΑ, με τον οποίο εξελέγη βουλευτής το 2007, όταν άρχισε να διακρίνει στους κόλπους του στοιχεία αρχηγικού κόμματος. Γιατί ο Κοροβέσης δεν ήθελε να υπηρετεί κόμματα αλλά συγκεκριμένες στάσεις ζωής και εφαρμόσιμες ιδεολογίες. Δεν του αρκούσαν τα λόγια, ήθελε πράξεις. Δεν τον χωρούσαν τα λίγα τετραγωνικά ενός πολιτικού γραφείου, είχε την βαθιά ανάγκη να βρίσκεται ελεύθερος, εκεί έξω, στην μεγάλη πόλη που τόσο αγάπησε και να παλεύει να την κάνει καλύτερη, ομορφότερη, πιο δίκαιη, πιο ανθρώπινη.

πηγή:https://www.protothema.gr/