Ιόνιο και Κορινθιακός, οι πιο ενεργές σεισμικά περιοχές της Ευρώπης- Υπό στενή παρακολούθηση

 

 

 

 

 

 

Το Εργαστήριο Σεισμολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών παρακολουθεί στενά την περιοχή

Στο σύνολο των σταθμών του Ενιαίου Εθνικού Σεισμολογικού Δικτύου, το Εργαστήριο Σεισμολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών προσφέρει περίπου το 20% των σεισμογράφων και το 11% των επιταχυνσιογράφων, ενώ ειδικότερα στην περιοχή της Δυτικής Ελλάδας, το Πανεπιστήμιο Πατρών φέρει την ευθύνη της λειτουργίας άνω του 60% των σταθμών του Εθνικού Δικτύου. Αυτά τονίζει μεταξύ άλλων ο καθηγητής Γεωλογίας του Πανεπιστημίου Πατρών, Ευθύμιος Σώκος, μιλώντας στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, σχετικά με την εκπαιδευτική, επιχειρησιακή και ερευνητική δραστηριότητα του Εργαστηρίου Σεισμολογίας.

Μάλιστα, όπως επισημαίνει, «λόγω της γεωγραφικής του θέσης, εντός της πιο ενεργής σεισμικά περιοχής της Ευρώπης (Ιόνια Νησιά – Κορινθιακός κόλπος), το Εργαστήριο Σεισμολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών έχει το πλεονέκτημα να βρίσκεται στο κέντρο των εξελίξεων και να μπορεί να επεκτείνει τις ερευνητικές του δραστηριότητες σχεδόν σε όλο το φάσμα της επιστήμης της Σεισμολογίας».

Παράλληλα, αποκαλύπτει ότι «η περιοχή του δυτικού Κορινθιακού κόλπου είναι ένα από τα επτά πανευρωπαϊκά παρατηρητήρια του κοντινού πεδίου ρηγμάτων (Near Fault Observatories) και η πιο πυκνά ενοργανωμένη περιοχή του ελλαδικού χώρου», προσθέτοντας ότι «το γεγονός αυτό φανερώνει το ενδιαφέρον των επιστημόνων για τη μελέτη της περιοχής μας όχι μόνο εθνικά, αλλά και σε πανευρωπαϊκό και σε διεθνές επίπεδο».

Επίσης, όπως σημειώνει ο καθηγητής, «τα τελευταία χρόνια, το Εργαστήριο Σεισμολογίας καταβάλλει μεγάλη ερευνητική προσπάθεια και στο ερευνητικό πεδίο της έγκαιρης προειδοποίησης»

Η συμμετοχή στο εθνικό δίκτυο

Ειδικότερα, μιλώντας ο Ευθύμιος Σώκος στο ΑΠΕ – ΜΠΕ για την συμμετοχή του Εργαστηρίου Σεισμολογίας στο Ενιαίο Εθνικό Σεισμολογικό Δίκτυο, σημειώνει: «Όταν δημιουργήθηκε το Ενιαίο Δίκτυο αποφασίσθηκε η ανακοίνωση για ένα σεισμικό γεγονός να γίνεται από τους φορείς που έχουν 24ωρη βάρδια, δηλαδή το Γεωδυναμικό Ινστιτούτο και το Εργαστήριο Σεισμολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Το Πανεπιστήμιο Πατρών εδώ και χρόνια δεν υποστηρίζει την 24ωρη επί επτά ημέρες παρακολούθηση της σεισμικότητας, λόγω έλλειψης προσωπικού.

Άλλωστε, μετά τη δημιουργία του Ενιαίου Δικτύου τα ίδια δεδομένα πηγαίνουν σε όλους τους εμπλεκόμενους φορείς και θα ήταν σπατάλη ανθρώπινων πόρων να γίνεται η ίδια δουλειά από διαφορετικές ομάδες, ιδιαίτερα όταν υπάρχουν εξίσου μεγάλες ανάγκες στην περαιτέρω ερευνητική ανάλυση όλων αυτών των δεδομένων που συλλέγονται με σημαντικό κόστος για το κράτος και τους πολίτες. Όλοι οι φορείς συμμετέχουν με τα δεδομένα των δικτύων τους και προφανώς η τελική ανακοίνωση είναι εκ μέρους του Ενιαίου Δικτύου, δηλαδή όλων των φορέων που το συνιστούν. Στο σύνολο λοιπόν των σταθμών του Εθνικού Δικτύου, το Εργαστήριο Σεισμολογίας προσφέρει περίπου το 20% των σεισμογράφων και το 11% των επιταχυνσιογράφων.

Μάλιστα, ειδικά στην περιοχή της Δυτικής Ελλάδας, το Πανεπιστήμιο Πατρών φέρει την ευθύνη της λειτουργίας άνω του 60% των σταθμών του Ενιαίου Δικτύου. Εφόσον λοιπόν το Γεωδυναμικό Ινστιτούτο έχει αναλάβει κατά κύριο λόγο την καθημερινή ανάλυση της σεισμικότητας, με το τμήμα του προσωπικού του που έχει προσληφθεί ειδικά για αυτόν τον σκοπό, οι υπόλοιποι φορείς οφείλουμε να φροντίζουμε για την απρόσκοπτη συνεισφορά των δεδομένων των σταθμών μας και την προώθηση της σεισμολογικής έρευνας».

Διεθνείς συνεργασίες

Όσον αφορά στις επιστημονικές και ερευνητικές συνεργασίες του Εργαστηρίου Σεισμολογίας σε ελληνικό, αλλά και διεθνές επίπεδο, ο Ευθύμιος Σώκος λέει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ, ότι «στο Εργαστήριο Σεισμολογίας πιστεύουμε στην επιστημονική συνεργασία, τόσο σε ελληνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο» και εξηγεί: «Αποτελεί βασική προτεραιότητα και επιδίωξη του Εργαστηρίου να συνεχίσει τη μακρά παράδοση που έχει σε αυτόν τον τομέα. Προφανώς, η συνεργασία με τους υπόλοιπους σεισμολογικούς φορείς της χώρας είναι δεδομένη, μέσω του Εθνικού Δικτύου Σεισμογράφων. Παράλληλα, σε διεθνές επίπεδο, το Εργαστήριο διατηρεί μακροχρόνια συνεργασία με ευρωπαϊκά ιδρύματα (π.χ. Charles University of Prague της Τσεχίας, École Normale Supérieure και CNRS της Γαλλίας, ETH της Ελβετίας κλπ). Η συνεργασία αφορά ερευνητικές προσπάθειες, προγράμματα ακόμα και λειτουργία κοινών σταθμών.»

Ο κορινθιακός κόλπος

Σε αυτό το σημείο, ο Ευθύμιος Σώκος τονίζει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ότι «αυτό που μπορεί να μην είναι ευρέως γνωστό είναι ότι η περιοχή του δυτικού Κορινθιακού κόλπου είναι ένα από τα επτά πανευρωπαϊκά παρατηρητήρια του κοντινού πεδίου ρηγμάτων (Near Fault Observatories) και η πιο πυκνά ενοργανωμένη περιοχή του ελλαδικού χώρου.»

«Το γεγονός αυτό», σύμφωνα με τον καθηγητή Γεωλογίας, «φανερώνει το ενδιαφέρον των επιστημόνων για τη μελέτη της περιοχής μας όχι μόνο σε εθνικό, αλλά και σε πανευρωπαϊκό και σε διεθνές επίπεδο.»

«Ιδιαίτερα, μετά τον σεισμό του Αιγίου, στις 15 Ιουνίου του 1995», όπως λέει ο Ευθύμιος Σώκος, «υπάρχει μια συνεχόμενη ροή διεθνών ερευνητικών προγραμμάτων και μεγάλος αριθμός αποστολών ξένων επιστημόνων, οι οποίοι έρχονται να μελετήσουν την περιοχή με την πιο γρήγορη τεκτονική παραμόρφωση στην Ευρώπη, ενώ το Πανεπιστήμιο Πατρών βρίσκεται, φυσικά, σε άμεση και διαρκή συνεργασία με την πλειοψηφία των ομάδων αυτών.»

Σε πραγματικό χρόνο

Σχετικά με τον εξοπλισμό του Εργαστηρίου Σεισμολογίας, ο Ευθύμιος Σώκος περιγράφει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ότι «το Εργαστήριο λειτουργεί ένα σεισμολογικό δίκτυο 21 σεισμολογικών σταθμών, 15 επιταχυνσιογράφων και έξι μόνιμων σταθμών GPS», εξηγώντας: «Τα επιστημονικά όργανα βρίσκονται εγκατεστημένα σε μια περιοχή που περιλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου, τη δυτική Στερεά Ελλάδα, την Ήπειρο και τα Ιόνια νησιά. Τα δεδομένα αυτά συλλέγονται στο Πανεπιστήμιο Πατρών και στη συνέχεια, σε πραγματικό χρόνο, προωθούνται στο Εθνικό Δίκτυο Σεισμογράφων, στους υπόλοιπους σεισμολογικούς φορείς της χώρας, αλλά και σε ερευνητικά κέντρα στο εξωτερικό. Όλα τα δεδομένα του Εργαστηρίου Σεισμολογίας είναι ανοιχτά και άμεσα διαθέσιμα προς όλους τους επιστήμονες, αλλά και προς τους φορείς που χειρίζονται επιχειρησιακά το θέμα των σεισμών, όπως για παράδειγμα ο ΟΑΣΠ και το Γεωδυναμικό Ινστιτούτο.»

«Είναι σημαντικό να τονίσουμε», συνεχίζει ο καθηγητής Γεωλογίας, «ότι η ερευνητική υποδομή του Εργαστηρίου, βρίσκεται ουσιαστικά στην ύπαιθρο, διότι οι σεισμογράφοι πρέπει να βρίσκονται μακριά από πόλεις, ώστε να μην υπάρχει ο θόρυβος από την ανθρώπινη δραστηριότητα.»

«Αυτό σημαίνει», σύμφωνα με τον καθηγητή, «ότι είναι συχνά τα προβλήματα, όπως για παράδειγμα από καιρικές συνθήκες, αυξομειώσεις στην ηλεκτρική τάση, διακοπές στην τηλεπικοινωνία, ακόμα και από βανδαλισμούς.»

«Επομένως», συμπληρώνει ο Ευθύμιος Σώκος, «η συντήρηση και η ανανέωση αυτής της απομακρυσμένης υποδομής είναι ένα τιτάνιο έργο και σε αυτό το έργο, το Εργαστήριο Σεισμολογίας έχει αρωγούς τη διοίκηση του Πανεπιστημίου Πατρών, το τμήμα Γεωλογίας, αλλά και την πολιτεία, όπου πρόσφατα η περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας χρηματοδότησε την αντικατάσταση και την ενίσχυση του επιστημονικού εξοπλισμού.»

Ωστόσο, όπως επισημαίνει, «επειδή δεν υπάρχει κάποιος πάγιος προϋπολογισμός για την συντήρηση του εξοπλισμού μας, αυτή γίνεται κατά το μεγαλύτερο μέρος από πόρους που προκύπτουν από τα ερευνητικά προγράμματα του Εργαστηρίου, χωρίς φυσικά η λύση αυτή να μπορεί να είναι μόνιμη, μια και η ίδια η φύση των ερευνητικών προγραμμάτων δεν το επιτρέπει.»

Το επιστημονικό προσωπικό

Σε ό,τι αφορά το επιστημονικό προσωπικό του Εργαστηρίου, ο καθηγητής λέει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ότι «αυτή τη στιγμή στο ανθρώπινο δυναμικό του εργαστηρίου περιλαμβάνονται, δύο μέλη ΔΕΠ, όπου το ένα προστέθηκε μόλις πριν από έναν χρόνο και έχει παράλληλα καθήκοντα και στο Εργαστήριο Γεωφυσικής του τμήματος Γεωλογίας, καθώς και πέντε μέλη εξειδικευμένου ερευνητικού και τεχνικού προσωπικού.»

«Το προσωπικό αυτό», σύμφωνα με τον Ευθύμιο Σώκο, καλύπτει το σύνολο των υποχρεώσεων, δηλαδή:

– Την εκπαίδευση των φοιτητών (προπτυχιακών και μεταπτυχιακών)

– Την καθημερινή λειτουργία του σεισμολογικού δικτύου (παρακολούθηση σεισμικότητας, επίλυση προβλημάτων κλπ)

– Την συντήρηση και επισκευή των σεισμολογικών σταθμών και της υπολογιστικής υποδομής που απαιτείται για τη μεταφορά δεδομένων

– Την ερευνητική δραστηριότητα

Σύμφωνα λοιπόν με τα παραπάνω, σημειώνει ο καθηγητής, «αλλά και με βάση τους περιορισμένους ανθρώπινους και οικονομικούς πόρους του, το Εργαστήριο Σεισμολογίας ανταποκρίνεται αξιοπρεπώς στην αποστολή του» και συνεχίζει: «Από εκεί και πέρα, το ερώτημα που τίθεται στο πλαίσιο της γενικότερης ανάπτυξης της περιοχής μας είναι εάν μας καλύπτει αυτή η περιορισμένη δυναμικότητα του Εργαστηρίου, στη σημερινή του μορφή, ή εάν επιθυμούμε να επενδύσουμε σε έναν τομέα που αποτελεί αποδεδειγμένα έναν διεθνή πόλο έλξης επιστημόνων, καθώς και ευρωπαϊκών και διεθνών κονδυλίων. Η περιοχή της Δυτικής Ελλάδας θα πρέπει να πρωτοστατεί σε κάποιους τομείς και στα θέματα έρευνας της Σεισμολογίας, της Γεωλογίας γενικότερα και της αντιμετώπισης των φυσικών καταστροφών έχουμε ήδη ένα φυσικό εργαστήριο στα πόδια μας. Στο τμήμα Γεωλογίας είμαστε πεπεισμένοι ότι τα αντικείμενά μας θα έχουν αυξανόμενη ζήτηση στο μέλλον και σκοπεύουμε να κλιμακώσουμε της δράσεις μας, για να ενημερωθεί ο κόσμος για τις προοπτικές της περιοχής».

Οι τομείς δραστηριότητας

Μιλώντας για τους τομείς που δραστηριοποιείται το Εργαστήριο Σεισμολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών, ο Ευθύμιος Σώκος, λέει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ότι υπάρχουν τρεις βασικοί άξονες:

– Ο εκπαιδευτικός, ως ζωτικό τμήμα του τμήματος Γεωλογίας του Πανεπιστημίου Πατρών

– Ο επιχειρησιακός, που αφορά την αντισεισμική προστασία των πολιτών και της περιουσίας τους, αλλά και την αντιμετώπιση και διαχείριση σεισμικών καταστροφών, ως μέλος του Εθνικού Δικτύου Σεισμογράφων

– Ο ερευνητικός, λόγω της γεωγραφικής του θέσης, δηλαδή εντός της πιο ενεργής σεισμικά περιοχής της Ευρώπης

Μάλιστα, ο καθηγητης αναφέρει ενδεικτικά τα παρακάτω αντικείμενα:

– Σεισμοτεκτονική: Η έρευνα περιλαμβάνει, παρακολούθηση της σεισμικότητας, μελέτη των ιδιοτήτων της σεισμικής πηγής, διαδικασίες διάρρηξης σε μεγάλους σεισμούς κλπ. Η περιοχή έρευνας είναι κυρίως η Δυτική Ελλάδα (λόγω θέσης του Πανεπιστημίου), αλλά δεν περιορίζεται αποκλειστικά στον χώρο αυτόν. Ερευνητικές εργασίες έχουν γίνει για διάφορα μέρη του πλανήτη, όπως Τουρκία, Νότια Αμερική, Ιαπωνία κλπ). Παράλληλα, μελετάται η διαδικασία της διάρρηξης (έναρξη και παύση), η κατανομή της σεισμικότητας, η συσχέτισή της με άλλες παραμέτρους π.χ. κίνηση ρευστών στο φλοιό, κλπ.

– Σεισμικότητα: Περιλαμβάνει τη μελέτη της εκδήλωσης της σεισμικότητας και την αυτοματοποιημένη παρακολούθησή της. Με την αύξηση του αριθμού των διαθέσιμων σεισμολογικών σταθμών και την εξέλιξη των υπολογιστών προέκυψε η ανάγκη για αυτόματη επεξεργασία. Για αυτό τον σκοπό, το Εργαστήριο διατηρεί ένα σύγχρονο σεισμολογικό δίκτυο και χρησιμοποιεί τα δεδομένα του για να αναπτύξει νέους αλγορίθμους. Έως τώρα έχουν προκύψει ερευνητικές εργασίες σε σχέση με αλγορίθμους επεξεργασίας σεισμολογικών δεδομένων, έχουν αναπτυχθεί λογισμικά που επεξεργάζονται την σεισμική πληροφορία και πλέον χρησιμοποιούνται από ερευνητικά κέντρα σε όλο τον κόσμο κλπ.

Επίσης, τα τελευταία χρόνια, το Εργαστήριο καταβάλει μεγάλη ερευνητική προσπάθεια και στο ερευνητικό πεδίο της έγκαιρης προειδοποίησης, δηλαδή την αποστολή προειδοποίησης για την άφιξη ενός σεισμού σε μια πόλη ή και ένα μεγάλο τεχνικό έργο, με βάση την άμεση επεξεργασία μετρήσεων από την επικεντρική περιοχή του σεισμού.

*Τεχνική Σεισμολογία: Η σεισμολογική έρευνα για την κατανόηση των διεργασιών που συμβαίνουν στις περιοχές γένεσης των σεισμών έχουν μοναδικό απώτερο στόχο τη συμβολή στην προστασία της ζωής, του πολιτισμού και της περιουσίας των ανθρώπων, έναντι των σεισμικών καταστροφών. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσω της ενσωμάτωσης της σεισμολογικής γνώσης στους αντισεισμικούς κανονισμούς. Ο κλάδος της Τεχνικής Σεισμολογίας αποτελεί τη “γέφυρα” μεταξύ σεισμολόγων και πολιτικών μηχανικών και το Εργαστήριο Σεισμολογίας έχει μακρά εμπειρία στα θέματα που ο κλάδος αυτός θεραπεύει».