Ζέλικο Ομπράντοβιτς, Ντίνο Ράτζα, Ζάρκο Πάσπαλι, Γιούρι Ζντοβτς, Βλάντε Ντίβατς και Πρέντραγκ Ντανίλοβιτς κουβάλησαν το φέρετρο του θρύλου της προπονητικής – Στο Βελιγράδι Αγγελόπουλοι και Σπανούλης – Δείτε βίντεο – Ποιος ήταν ο άνθρωπος που έγραψε ιστορία στη ζωή και στο παρκέ
Ζέλικο Ομπράντοβιτς, Ντίνο Ράτζα, Ζάρκο Πάσπαλι, Γιούρι Ζντοβτς, Βλάντε Ντίβατς και Πρέντραγκ Ντανίλοβιτς μετέφεραν το φέρετρο του θρύλου της προπονητικής, του δασκάλου του μπάσκετ που έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 77 ετών, αλλά πρόλαβε να προσφέρει τόσο πολλά πράγματα στο άθλημα.
Όλοι οι άνθρωποι που δέθηκαν μαζί του ήταν εκεί, για να τον αποχαιρετήσουν. Η μισή πρώην Εθνική Γιουγκοσλαβίας βρέθηκε δίπλα στον τεράστιο Ντούντα.
Σπαρακτικές στιγμές στη Σερβία για το αντίο σε ένα σπουδαίο άνθρωπο και προπονητή που υπηρέτησε με αγάπη και σεβασμό το μπάσκετ και έδειξε τον δρόμο σε αμέτρητους παίκτες και προπονητές που έμαθαν πολλά πράγματα δίπλα του.
Στο Βελιγράδι οι αδερφοί Αγγελόπουλοι και ο Σπανούλης
Ο Ολυμπιακός θα ήταν αδύνατον να απουσιάσει από το τελευταίο αντίο στον Ντούσαν Ίβκοβιτς αφού ήταν η μοναδική ομάδα την οποία δέχτηκε να καθοδηγήσει σε δύο διαφορετικές περιόδους.
Στο Βελιγράδι μετέβησαν ο Βασίλης Σπανούλης, οι Παναγιώτης και Γιώργος Αγγελόπουλος, ο αντιπρόεδρος της ΚΑΕ Γιώργος Σκινδήλιας, καθώς επίσης οι Νίκος Λεπενιώτης και Χρήστος Μπαφές.
Ντούσαν Ίβκοβιτς: Ο άνθρωπος που έγραψε ιστορία στη ζωή και το παρκέ
«I did it my way!». Τα μεγάφωνα αντηχούσαν τη φωνή του Φρανκ Σινάτρα. Στο video wall προβάλλονταν οι μεγάλες στιγμές του στον πάγκο του Ολυμπιακού. Στο παρκέ παρατάχθηκαν με σεβασμό σχεδόν όλα τα αθλητικά παιδιά του. Στις κερκίδες φίλοι, γνωστοί, παράγοντες, συνεργάτες, συγγενείς, απλοί φίλαθλοι υποκλίνονταν με θαυμασμό στο μεγαλείο του. Στις 20 Σεπτεμβρίου του 2017 στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας ο Ντούσαν Ιβκοβιτς, συγκινημένος, χάριζε την τελευταία του παράσταση στο κοινό. Ηταν μια αξέχαστη τιμητική βραδιά για την απόσυρσή του από τα γήπεδα. Τέσσερα χρόνια αργότερα θα αποχαιρετούσε για πάντα τη ζωή. Στη μνήμη, όμως, όλων θα παραμείνει ανεξίτηλα χαραγμένη η προσωπικότητα του σοφού δάσκαλου και η θρυλική φυσιογνωμία του παγκόσμιου μπάσκετ.
Αν το μπάσκετ ήταν μια πανεπιστημιακή σχολή φιλοσοφίας, ο Ντούντα θα ήταν ο φοιτητής που θα απορροφούσε τις διδασκαλίες των σπουδαίων καθηγητών του, θα επεξεργαζόταν και θα φιλτράριζε τις γνώσεις που θα αποκόμιζε και θα κατέληγε στη δημιουργία του δικού του φιλοσοφικού μοντέλου – σε μια πιο εξελικτική, καινοτόμα, πρωτοποριακή και εφαρμοσμένη μορφή. Στην πραγματικότητα έτσι λειτούργησε επί 40 -κοντά- χρόνια στα γήπεδα. Από καλός μαθητής έγινε καλύτερος δάσκαλος. Μπορεί το παρκέ να έτριζε σε κάθε του βήμα, τρομάζοντας τους εκάστοτε παίκτες-μαθητές του, αλλά δεν έπαψε ποτέ να είναι ένας καλλιεργημένος άνθρωπος που γνώριζε πώς να μεταδώσει, να αφυπνίσει, να εμπνεύσει. «Μελετώντας το άθλημα, έμαθα να εξετάζω την πραγματικότητα, να ασχολούμαι με το πρακτικό, το ανθρώπινο», έλεγε. Και με αυτή τη στάση ζωής ήξερε πώς να μετατρέψει τα αγόρια σε άντρες με χαρακτήρα αγωνιστή.
Το παρασκήνιο της ανατροπής
Το επιβεβαίωσε με τον πιο εμφατικό τρόπο εκείνο το κυριακάτικο βράδυ της 13ης Μαΐου το 2012 στην Κωνσταντινούπολη. Στο ημίχρονο του τελικού της Ευρωλίγκας η ΤΣΣΚΑ προηγούνταν του Ολυμπιακού με σαρωτική διαφορά 14 πόντων. Στα αποδυτήρια του «Σινάν Ερντέν» ο Ντούντα μπήκε φουριόζος. Τα τζάμια στα γυαλιά του με τον χρυσό σκελετό είχαν θολώσει από την έξαψη, το οργισμένο πρόσωπό του ήταν πιο πορφυρό από την κόκκινη γραβάτα που φορούσε, η ξεσηκωτικά θυμωμένη φωνή του δονούσε τους τοίχους. Τα ’ψαλε στον Βασίλη Σπανούλη, ξύπνησε την περηφάνια, το φιλότιμο, τον επαγγελματισμό στους υπόλοιπους Ελληνες. «Πάμε, μπρε, να του φάμε», τους προκάλεσε. Δεν φώναζε στις φανέλες, έδινε εντολές στους δικούς του ανθρώπους, δεν μιλούσε σε υποτακτικούς αλλά σε μαχητές. Διέγειρε τον εγωισμό, τόνωνε το φρόνημα, παρακινούσε την ομαδικότητα, ενεργοποιούσε την ανάληψη ευθύνης τους σε καίριες στιγμές.
Ο άλλοτε απόφοιτος της Σχολής Μεταλλείων και Γεωλογίας στο Βελιγράδι είχε ήδη σκάψει βαθιά στις ψυχές των παικτών του και είχε ανακαλύψει τα χημικά συστατικά για ένα ανθεκτικό κράμα. Τη στέρεη αυτή μορφή του την κατέθεσε αποφασιστικά στο β’ ημίχρονο. Η ερυθρόλευκη ομάδα του επέστρεψε από το -19, σκόραρε στην εκπνοή του αγώνα, νίκησε και κατέκτησε τον τίτλο πετυχαίνοντας μία από τις επικότερες ανατροπές στην Ιστορία του ευρωπαϊκού μπάσκετ. Ολα αυτά σε μια κορυφαία αναμέτρηση, σωστό θρίλερ, όπου ο ίδιος, ως κόουτς, διαχειριζόταν ένα μνημονιακό ρόστερ χαμηλού κόστους ενώ και οι τρεις Αμερικανοί της ομάδας του δεν «έγραψαν» ούτε ένα πόντο. Αναπότρεπτα το έργο «Ολυμπιακός, πρωταθλητής Ευρώπης 2012» έφερε 100% την υπογραφή του Ντούσαν Ιβκοβιτς.
Του ανθρώπου που μπορούσε να βάλει πνευματικό στοίχημα ακόμα και με τους πειρασμούς του «διαβόλου» με τη μορφή αντίπαλης ομάδας. Σε κάθε απόπειρα να τον θαμπώσει ή να τον επηρεάσει με δαιμονικές βασκανίες, αυτός την παρατηρούσε σε κάθε της λεπτομέρεια, στάθμιζε τα αδύνατα σημεία, τη μελετούσε εξονυχιστικά και επιχειρούσε να μαντέψει τη σκέψη και τη στάση της με μοναδικό σκοπό να τη νικήσει. Αλλά δεν γοητευόταν από τα τρόπαια. Δεν μετρούσε τις σύντομες στιγμές δόξας και επιτυχίας. Οχι γιατί είχε αμέτρητα τρόπαια στην τροπαιοθήκη του αλλά επειδή είχε επίγνωση ότι στο τέλος κάθε κατάκτησης υπήρχε πάντα σαμπάνια, ένα πούρο, ένα γλέντι και μια φανέλα με ένα ακόμη κεντημένο αστέρι στο στήθος. Για τον ίδιο, όμως, τα συναισθήματα τελείωναν εκεί. Μέχρι τον επόμενο θρίαμβο.
Στο μεσοδιάστημα αναποδογύριζε το κερδισμένο κύπελλο και αναλογιζόταν πόση προσπάθεια, δουλειά, αίμα, ιδρώτα, ακόμη και δάκρυα περιείχε μέχρι την κατάκτησή του. Και πάντα συνέχιζε ακαταπόνητος στο ίδιο μοτίβο από την εποχή κιόλας που προπονούσε τους «ασπρόμαυρους» της Παρτιζάν στη γενέθλια πόλη του και διαχειριζόταν ψυχικά και τεχνικά τους δύο καλύτερους τότε Ευρωπαίους παίκτες, τον Ντράζεν Νταλιπάγκιτς και τον Ντράγκαν Κιτσάνοβιτς. Εμελλε στη μακρόχρονη καριέρα του από πάγκο σε πάγκο και από χώρα σε χώρα να χειρίζεται σούπερ σταρ του αθλήματος, σαν τον Νίκο Γκάλη στον Αρη, τον Παναγιώτη Φασούλα στον ΠΑΟΚ, τον αδικοχαμένο Ντράζεν Πέτροβιτς στην Εθνική Γιουγκοσλαβίας. Να θυμώνει αλλά και να συγχωρεί καπρίτσια και βεντετιλίκια ώστε να εισπράττει η ομάδα ό,τι καλύτερο διέθεταν σε κάθε αγώνα.
Γι’ αυτό φρόντιζε έξω από το γήπεδο να είναι υποδειγματικός, να αποτελεί παράδειγμα για κάθε παίκτη-πολίτη στον δημόσιο χώρο, να αποκτά ψυχική επαφή, να μεταφέρει τις γνώσεις του και να χτίζει τον αλληλοσεβασμό μαζί του. Την αυτοκυριαρχία, την ψυχραιμία και την ηρεμία του την άφηνε εκτός γηπέδων. Στο παρκέ και στα αποδυτήρια οργίαζε. Δάσκαλος μεν αλλά όχι και κορόιδο. Στα τάιμ άουτ ούρλιαζε «δείξτε λίγη υπερηφάνεια, λίγο επαγγελματισμό, λίγη ψυχή μπρε». Και στα φαλτσοσφυρίγματα των διαιτητών φώναζε στους «γκρίζους»: «Δεν ντρέπεστε, δεν έχετε χαρακτήρα, δεν έχετε προσωπικότητα, δεν έχετε τίποτα». Αυστηρός αλλά όχι δυναστικός σαν σατράπης, ο πολύπειρος Ντούντα ήξερε πώς να ηλεκτρίζει αλλά και πώς να χαλαρώνει τους παίκτες του. Ποιος μπορεί να ξεχάσει ότι την παραμονή του τελικού στην Κωνσταντινούπολη διοργάνωσε κρουαζιέρα στον Βόσπορο με καλάμια για ψάρεμα. Είχε προηγηθεί 15χρόνια νωρίτερα, λίγο πριν από τον τελικό το 19917 στο «PalaEUR» της Ρώμης -όπου ο Ολυμπιακός κατέκτησε για πρώτη φορά τον τίτλο του πρωταθλητή Ευρώπης-, όταν πήρε την ομάδα για μια βόλτα στην Οστια, με τους παίκτες να αναμετρούνται πετώντας πέτρες στη θάλασσα. Οσο και αν το αρνούνταν αυτός ο πυλώνας του ευρωπαϊκού μπάσκετ, υπήρξε σπουδαίος παιδαγωγός δύο γενιών μπασκετμπολιστών.
Το κάλεσμα της μοίρας
Κατά κάποιον τρόπο προοριζόταν για μπάσκετ. Οχι τόσο λόγω κλίσης και προδιάθεσης όσο λόγω της διεύθυνσης του πατρικού του σπιτιού στο Βελιγράδι. Απέναντι ακριβώς βρίσκονταν οι αθλητικές εγκαταστάσεις των ομάδων της Ραντνίτσκι, όπου ο ήχος της μπάλας αντηχούσε συνεχώς. Γεννημένος στο στις 29 Οκτωβρίου 1943, με το Παλιό Ημερολόγιο, σε μια ημιαγροτική συνοικία της μικρής τότε σερβικής πρωτεύουσας, δεν είχε παρά να διασχίσει τον δρόμο και να περάσει το λιβάδι για να βουτήξει στον κόσμο του αθλητικής παιδικής χαράς. Η γειτονιά του ονομάζεται Ερυθρός Σταυρός όχι εξαιτίας του ομώνυμου ιδρύματος του Ερρίκου Ντυνάν, αλλά επειδή εκεί στήθηκε ένα σταυρός από κοκκινωπό ξύλο πάνω -υποτίθεται- στα καμένα από τους Οθωμανούς λείψανα του ιερά λατρευτού από τους Σέρβους Αγίου Σάββα.
Ως το μικρότερο παιδί μιας φτωχικής εξαμελούς οικογένειας -είχε δύο αδελφές και έναν αδελφό- μόλις τέλειωνε τις αγγαρείες του σπιτιού ξεπόρτιζε από την αυλή και ορμούσε στα αντικρινά γήπεδα. Περισσότερο για το θέαμα, μια και τηλεόραση δεν υπήρχε τότε. Η οικογένειά του δεν είχε την οικονομική άνεση για διασκέδαση και ψυχαγωγία. Το πολύ καμιά βουτιά στους ποταμούς Δούναβη και Σάβο που διατρέχουν το Βελιγράδι, καμιά λαθραία είσοδος στο κινηματογράφο «Αβάλα», που πρωτοπρόβαλε στην οθόνη του τα αμερικανικά γουέστερν του ’50, και ξεροστάλιασμα έξω από την ταβέρνα «Γιουχόρ», από το ομώνυμο σερβικό βουνό, όπου τα έπινε με τραγιάσκες στο κεφάλι τα Σαββατοκύριακα η εργατιά της γειτονιάς. Για το Δραματικό Θέατρο του Βελιγραδίου, που βρισκόταν στη γειτονιά του, δεν γινόταν καν λόγος.
Ο πατέρας του, ο Πέταρ, προπολεμικός δόκτωρ των Νομικών και μέλος μιας αξιοσέβαστης τυπικής αστικής οικογένειας, είχε ξεπέσει πλήρως στο νέο κομμουνιστικό σύστημα υπό τον στρατάρχη Τίτο. Πήρε πρόωρα αναπηρική σύνταξη και αφοσιώθηκε στη μελισσοκομία και την παραγωγή μελιού. Στην πραγματικότητα, οι μέλισσες τάιζαν το σπίτι. Η μητέρα του η Μπράνκα. Παιδαγωγός. ποιήτρια και νοικοκυρά, τα έφερνε βόλτα όπως-όπως. Μέχρι την ηλικία των 5 ετών τον Ντούσαν τον φρόντιζε η μεγαλύτερη αδελφή του. Τον είχαν βαφτίσει στην εκκλησία της Προστασίας της Αγίας Θεοτόκου στη γειτονιά του και ανατράφηκε ως πιστός ορθόδοξος. Κι έτσι παρέμεινε σε όλη του τη ζωή. Οταν μάλιστα, το 2012, παραβρέθηκε στην επίσκεψη του Κωνσταντίνου Αγγελόπουλου στο Φανάρι, ήταν ο μόνος που στάθηκε όρθιος καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής του εκεί – σε ένδειξη ευλαβικού σεβασμού προς τον Πατριάρχη.
Στη δεκαετία, πάντως, του 50, μεγάλωνε με μόνη διέξοδο τα κοντινά ανοιχτά γήπεδα. Ξεκίνησε από την πυγμαχία αλλά μαζί με τον μεγαλύτερο κατά έξι χρόνια αδερφό του Σλόμπονταν (χαϊδευτικά Πίβα) ερωτεύτηκε το μπάσκετ, σε μια εποχή που το θεωρούσαν κοριτσίστικο σπορ που παιζόταν με τα χέρια και όχι με τα πόδια, όπως το ποδόσφαιρο, και ότι δεν είχε αμείλικτα χτυπήματα και αιματηρούς τραυματισμούς που ταιριάζουν στους άντρες. Δεν έδωσε σημασία, παρότι οι αγώνες διεξάγονταν τότε σε τερέν από πατημένο χώμα, αργότερα στρωμένο με πίσσα και κατόπιν σε ασφαλτοστρωμένο γήπεδο. Επαιζε πάντα τα καλοκαίρια γιατί έλειπαν οι σύγχρονες υποδομές.
Τα πρώτα κλειστά γυμναστήρια κατασκευάστηκαν στο τέλος των 60s για να αποφευχθούν τα χιόνια που σκέπαζαν τον αγωνιστικό χώρο. Μέσα σε αυτά έχτισε σωματική και ψυχική αντοχή με καθημερινή προπόνηση, καθώς και χαρακτήρα με τις κοινωνικές επαφές με τους συνομηλίκους του. Εκεί αντιλήφθηκε ότι το μπάσκετ ως άθλημα είναι συνάρτηση του χώρου και του χρόνου. Σε ένα γήπεδο 28×15 με πέντε παίκτες η νίκη από την ήττα μπορεί να απέχει μόλις δέκατα του δευτερολέπτου.
Αρα, περισσότερο από το αθλητικό ταλέντο και τους κανόνες διεξαγωγής του αγώνα απαιτούνταν ομαδικό σχέδιο και ψυχική προετοιμασία για την κατάκτηση της νίκης στον στενό χώρο ενός αθλήματος με διαρκώς αμφίρροπη έκβασης. Πολύ νωρίς ανέπτυξε τη ροπή του προς την προπονητική. Και την ακολούθησε. Στα 17 του ήταν ένας σοβαρός, σκεπτόμενος, ξανθός, πρασινομάτης και ψηλός, 1,88 μ., νεαρός που έκανε παρέα με σκακιστές και καλλιτέχνες όπως ο συμμαθητής του, μετέπειτα σπουδαίος Σέρβος ηθοποιός Ντράγκαν Νίκολιτς και η σύζυγός του με καριέρα στον διεθνή κινηματογράφο Μιλένα Ντράβιτς.
Σπουδές Γεωλογίας
Ωστόσο ο πατέρας του, που είχε βιώσει τις στραβές της ζωής, προειδοποίησε τον γιο του πως είναι καλύτερο να είναι καλός τεχνίτης παρά κακός διανοούμενος. Ετσι, ο Ντούσαν πήγε να σπουδάσει Γεωλογία, αλλά την καψούρα να γίνει μαέστρος μιας μπασκετικής ορχήστρας δεν την εγκατέλειψε. Παρ’ όλα αυτά ανέκαθεν υποστήριζε την αντίθεσή του με την πρόσφατη τάση παραμέλησης της ανώτερης εκπαίδευσης υπέρ του αθλητισμού. Ειδικότερα αρνούνταν τα ταλαντούχα παιδιά να πηγαίνουν από μικρή ηλικία σε ιδιωτικά σχολεία για να μπορούν να προπονούνται δύο φορές την ημέρα. Πίστευε ότι η εκπαίδευση έπλαθε τον χαρακτήρα και σταθεροποιούσε το ηθικό υπόβαθρο του ατόμου, πόσο μάλλον εν όψει υπογραφής μεγάλων συμβολαίων με τις ομάδες τους.
Η φιλοσοφία του Ντούντα ήταν απόλυτα συνυφασμένη με την πρόοδο των νέων παικτών και την εξέλιξή τους σε ολοκληρωμένους χαρακτήρες. Κάποτε όταν είχε αναλάβει τον Αρη σε μια συνομιλία με τη διοίκηση ρώτησε γιατί η ομάδα δεν λειτουργεί για τη βελτίωση των παιδιών που παίζουν μπάσκετ καλοκαιρινά καμπ, όταν αυτά είναι ελεύθερα από το σχολείο. Η απάντηση ήταν πως ότι τα παιδιά προτιμούν να πηγαίνουν στη θάλασσα. Ο Ντούντα ανταπάντησε ότι «εσείς προτιμάτε τη θάλασσα, όχι τα παιδιά». Και του μούτρωσαν όλοι οι παράγοντες. Με το πτυχίο στο χέρι, του προσέφεραν θέση μηχανικού στο Ζάγκρεμπ και αυτός απάντησε με την πρόσληψή του ως προπονητή της γυναικείας ομάδας μπάσκετ της Ραντνίτσκι.
Οταν πια επέστρεψε από τη θητεία στον Στρατό, στα 29 του, έγινε βοηθός στην ανδρική ομάδα, που τότε ήταν το τέταρτο κατά σειρά μπασκετικό κλαμπ στο Βελιγράδι, μετά την ΟΚΚ, τον Ερυθρό Αστέρα και την Παρτιζάν. Εκεί απέκτησε τη φήμη ότι ήταν σκληρός και απαιτητικός από τους παίκτες, αλλά τα αποτελέσματα δικαίωσαν τη μέθοδό του. Στα πρώτα του βήματα στο κοουτσάρισμα δάσκαλός του ήταν ο πολυτάλαντος αδελφός του, ο οποίος επίσης ζωγράφιζε, τραγουδούσε, έπαιζε βιολί και πιάνο, αλλά, κυρίως, θεωρούνταν προπονητική ιδιοφυΐα.
Οι δυο τους, όμως, διέφεραν ως προς την προσέγγιση του αθλήματος. Ο Πίβα ήταν πιο ήρεμος, πιο μεθοδικός, κοντύτερα στις παραδοσιακές τεχνικές. Ο Ντούντα, από την άλλη, πιο θερμόαιμος, με ευρύτερη κατανόηση των μοντέρνων τάσεων και με ενεργητικότερη υλοποίηση της ηγεσίας. Δεν το ’χε και πολύ να διώξει παίκτη από την προπόνηση, αλλά ποτέ κανείς δεν παραπονέθηκε ότι τον αδίκησε ή μερολήπτησε εις βάρος του.
Ο αδελφός και τα περιστέρια
Ο Πίβα, που αποβίωσε στα 58 του, τον Σεπτέμβριο του 1995 υπήρξε, έστω μακρόθεν, μόνιμος και πολύτιμος συμπαραστάτης στη σταδιοδρομία του Ντούσαν. Και αν ο πατέρας του τον δίδαξε επιμονή, υπομονή, πίστη στη δουλειά και του έμαθε ότι η οικογενειακή ανατροφή είναι το θεμέλιο ενός ατόμου, ήταν πάλι ο Πίβα αυτός που τον μύησε στο χόμπι της εκτροφής ταχυδρομικών περιστεριών. Στα δύσκολα παιδικά τους χρόνια, στα οποία μετά βίας επιβίωναν, ο περιστερώνας με τα λιτοδίαιτα ιπτάμενα και εξημερωμένα κατοικίδια αποτελούσε όαση ηρεμίας, χαράς και τρυφερής ενασχόλησης. Ο ζήλος του Ντούντα με τα περιστέρια ήταν ξακουστός σε όλη τη Θεσσαλονίκη, την εποχή όπου κάθισε στον πάγκο του ΠΑΟΚ, στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Στο σπίτι που είχε αγοράσει κοντά στη θάλασσα της πόλης, μέσω μιας εταιρείας στην οποία, όπως λέγεται, συμμετείχε μαζί με τον Απόστολο Οικονομίδη από τον ΠΑΟΚ και τον Σάκη Παπαβασιλείου από τον Αρη, διατηρούσε περιστερώνα και φρόντιζε με μεγάλη αγάπη τα πουλιά.
Εκείνη την περίοδο η αντιπαλότητα με τον μπασκετικό Αρη είχε φτάσει σε σημείο παροξυσμού. Τότε ο προπονητής του Αρη Λάζαρο Λέσιτς από τα Σκόπια, παλιός φίλος του Ντούντα από τη δεκαετία του ’70, γνωρίζοντας την αδυναμία του προπονητή του ΠΑΟΚ, έδωσε εντολή σε φιλάθλους του Αρη να απελευθερώσουν στο Αλεξάνδρειο 25 περιστέρια κατά τη διάρκεια του ντέρμπι των δύο ομάδων. Πράγματι, ο Ιβκοβιτς αποσυντονίστηκε και κοιτούσε μία τα περιστέρια και μία την εξέλιξη του σκορ στο ταμπλό. Τελικά ο Αρης κέρδισε το ματς και ο Ιβκοβιτς έκανε να μιλήσει στο Λέσιτς επί χρόνια. Δεν τον έκαιγε τόσο το αποτέλεσμα όσο ότι ο αντίπαλος προπονητής εγκλώβισε τα αθώα πουλιά στην οροφή του Παλέ ντε Σπορ.
Τα χρόνια, βέβαια, του ’50 ο περιστερώνας στο ταπεινό τους σπίτι στο Βελιγράδι αντανακλούσε μια ποιητική ατμόσφαιρα στον απόηχο των στίχων της μητέρας τους, αλλά ταυτόχρονα συντονιζόταν με μια κληρονομική παράδοση, καθώς ο προπάππους τους από τη μεριά της μητέρας τους, ο Τρίβουν, και η γιαγιά του μεγαλοφυούς Νικόλα Τέσλα, η Σούκα, ήταν αδέλφια. Αναπόφευκτα η γιαγιά του Ντούσαν, η Ολγα Μάντιτς, ήταν πρώτη ξαδέρφη της μητέρας του Τεσλα. Είναι γνωστό πως ο άνθρωπος που άλλαξε άρδην την ανθρωπότητα με την εισαγωγή του ηλεκτρισμού και της ασύρματης επικοινωνίας έτρεφε αγάπη για τα περιστέρια, των οποίων η πτητική κίνηση θεωρείται ότι υπήρξε αφορμή για να μελετήσει ο σπουδαίος επιστήμονας τα ηλεκτρομαγνητικά πεδία.
Αυτή η συγγένεια είχε και ουσιαστικά οφέλη για την οικονομικά στερημένη οικογένεια Ιβκοβιτς, μια και ο Τέσλα έστελνε ένα χρυσό νόμισμα από την Αμερική σε κάθε παιδί που γεννιόταν στην οικογένεια. Κι ενώ οι δύο αδελφές και ο αδελφός του παρέλαβαν τα χρυσά δουκάτα, ο μόνος στην οικογένειά που δεν το πήρε ήταν ο Ντούσαν επειδή ο συγγενής από την Αμερική πέθανε 10 μήνες προτού γεννηθεί ο ίδιος. Τα νομίσματα αυτά μπορεί να τα πούλησε η μητέρα του σε στιγμές ανάγκης, έμειναν όμως στη μνήμη του ως χρηματικό αποκούμπι στα δύσκολα χρόνια. Ο Ντούσαν σπανίως τα ανέφερε μια και για τον ίδιο οι δωρεές δεν συναγωνίζονταν τη προκοπή που απέφερε η δουλειά, Χρόνια αργότερα, χαριτολογώντα,ς έλεγε πως αν υπήρχε οικογενειακός θυρεός αυτός θα είχε για σύμβολα τις μέλισσες του πατέρα του, τα περιστέρια του Τέσλα και τα καλάθια των γηπέδων μπάσκετ της Ραντνίτσκι.
Ισως πάλι στο φαντασιακό αυτό οικόσημο του θα μπορούσε να προσθέσει και τις σημαίες της Σερβίας και της Ελλάδας. Γιατί ο Ιβκοβιτς περιέγραφε σταθερά την Ελλάδα ως τη δεύτερη πατρίδα του. Εζησε χρόνια εδώ από το 1980, όταν υπέγραψε στον Αρη. Στην αρχή δίστασε να αποχωριστεί τη γενέτειρά του και να οργανώσει τη ζωή του σε ξένο τόπο, που τελικά δεν ήταν και άλλος πλανήτης, όπως σύντομα θα διαπίστωνε. Είχε τρομάξει από την ατάκα του κορυφαίου εκείνα τα χρόνια Ευρωπαίου διαιτητή Κώστα Δήμου: «Πού πας, ρε φίλε; Ξοδεύεις το κύρος που θεμελίωσες στην Παρτιζάν. Θα πας στην Ελλάδα και θα χάνεις κάθε παιχνίδι τουλάχιστον με 50 πόντους».
Δεν τον αποθάρρυνε το ρίσκο. Το πήρε απόφαση όταν ο μεγαλύτερος γιος του, Πέταρ, από την προηγούμενη σύζυγό του, την Ολγα, έπαθε βρογχίτιδα που θα εξελισσόταν σε άσθμα αν δεν άλλαζε γρήγορα κλίμα και δεν βρισκόταν κοντά στη θάλασσα, όπως είχαν διαγνώσει οι παιδίατροι. Ηρθε τελικά και συνάντησε στην ομάδα τον Νίκο Γκάλη. Σιγά-σιγά προσαρμόστηκε στη Θεσσαλονίκη, λάτρεψε τους μουσακάδες, τα μύδια και τα ψάρια του Θερμαϊκού στη θράκα, γνώρισε τις οινικές ποικιλίες των αμπελώνων της Μακεδονίας, έκανε φίλους σαν τον Ανέστη Πεταλίδη και κουμπαριές, έμαθε ελληνικά, γοητεύτηκε από τα τραγούδια του Καζαντζίδη και του Διονυσίου και κλείδωσε στη ψυχή του την ελληνική λαϊκή μουσική.
Επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας το 1991, ως ο τελευταίος προπονητής της Εθνικής της πρώην ομόσπονδης χώρας. Εφτιαξε μια υπεροχή πρωταθλήτρια ομάδα στον Δικέφαλο του Βορρά, συνδέθηκε με τον Νίκο Βεζυρτζή και κουμπάρεψε με τον πρόεδρο της ΚΑΕ ΠΑΟΚ Τάκη Πανελούδη.
Ο τελευταίος, στενός φίλος του Δημήτρη Μητροπάνου από τον Στρατό, τον γνώρισε στον Ιβκοβιτς και αναπτύχθηκε μεταξύ τους μια ζεστή οικογενειακή φιλία. Ηταν τα φεγγάρια όπου ο Ντούσαν διέσχιζε τα 630 χλμ. από τη Θεσσαλονίκη στο Βελιγράδι με μουσική υπόκρουση στο αυτοκίνητο του τη φωνή του Μητροπάνου, της επίσης φίλης του μπασκετόφιλης Μαρινέλλας και αργότερα του προσφιλούς του Αντώνη Ρέμου τον οποίο φιλοξένησε κάποτε στο σπίτι του στο Βελιγράδι. Το μεγάλο ζόρι του πατριώτη Ιβκοβιτς εκείνη την εποχή ήταν η διατήρηση της συνέχειας της Εθνικής των «πλάβι». Διέθετε τότε μια φουρνιά υπέροχων παικτών που συγκροτούσαν μια ανεπανάληπτη ευρωπαϊκή dream team.
Ξόδεψε χρόνο και χρήμα από την τσέπη του για να επιβιώσει αυτό το σύνολο. Τον βοήθησαν υλικά και οι Ελληνες παράγοντες της καλαθοσφαίρισης για να συγκεντρώνεται η ομάδα σε ελληνικές πόλεις για προπονήσεις και φιλικά, μια και οι παίκτες της τις προτιμούσαν είτε λόγω εμπάργκο στη Σερβία είτε επειδή απέφευγαν να επιστρέψουν στην εμπόλεμη πατρίδα τους μήπως στρατολογηθούν για θητεία στο μέτωπο. Τα ’δώσε όλα ο Ιβκοβιτς για να εισπράξει απογοητευτικά ένα βροντερό πολιτικό «όχι» αποκλεισμού από τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης το 1992.
Εκεί που θεωρούσε ότι θα αναμετρούνταν στα ίσια με την αμερικανική Dream Team των Μάτζικ Τζόνσον, Μάικλ Τζόρνταν, Τσαρλς Μπάρκλεϊ, Καρλ Μαλόουν, Πατ Γιούιν, Σκότι Πίπεν, Λαρι Μπερντ. Σοκαρίστηκε με τις κυρώσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ αλλά δεν το έβαλε κάτω. Κατηφόρισε στην Αθήνα, ανέλαβε τον Πανιώνιο και έφτιαξε μια ομάδα-υπόδειγμα με δύο μεγάλους σε ηλικία Ελληνες, δύο ξένους και ένα τσούρμο πιτσιρικάδων.
Τα ίδια χρόνια εξακολουθούσε να είναι εκλέκτορας της Εθνικής Γιουγκοσλαβίας. Αυτή η «νεοσύστατη» ομάδα, κάτι σαν μεικτή Σερβίας και Μαυροβουνίου, επέστρεψε στις διεθνείς διοργανώσεις μετά τον αποκλεισμό της λόγω του εμφυλίου στο Ευρωμπασκετ του 1995 που διοργανωνόταν σην Αθήνα. Δεν είχε και την καλύτερη υποδοχή από το εγχώριο κοινό η ομάδα του. Αφού, μάλιστα, νίκησε δύο φορές την Εθνική Ελλάδας στον όμιλο και στον ημιτελικό, ένα κύμα δυσαρέσκειας φούντωσε εις βάρος του.
Ο Ιβκοβιτς θεωρείται ότι δεν ήταν δημοσιοσχεσίτης και ότι απέφευγε διακριτικά τους δημοσιογράφους που δεν εμπιστευόταν. Δυσφόρησε όταν μια συνάντηση του στο ξενοδοχείο «Caravel» με τους συμπατριώτες του Μπόζινταρ Μάλκοβιτς, Ντράγκαν Σάκοτα, Ζέλικο Ομπράντοβιτς και Ντούσαν Μπαγεβιτς εμφανίστηκε σε εφημερίδα με τον τίτλο «Σέρβικο λόμπι», το οποίο δήθεν διαφέντευε το ευρωπαϊκό μπάσκετ και υποτίθεται συνωμοτούσε κατά της γαλανόλευκης ομάδας με επικεφαλής τον ίδιο. Πείσμωσε, πικράθηκε και εξοργίστηκε όταν στο ίδιο τουρνουά η σύζυγός του Νένα, μια ευγενική κυρία, στήριγμα του και μητέρα του νεογέννητου γιου τους Πάβλε, επέστρεψε ένα βράδυ στο ξενοδοχείο της αποστολής έχοντας απροστάτευτη προπηλακιστεί άγρια από Ελληνες «φιλάθλους». Λίγοι γνώριζαν ότι η σύζυγός του έτρεχε ολημερίς στα μαγαζιά αθλητικών ειδών της Αθήνας για να εξασφαλίσει έστω μια δεύτερη στολή εμφάνισης για την εθνική τους ομάδα.
Η ελληνική πρεσβεία στο Βελιγράδι και πολλοί Ελληνες πολίτες του τηλεφώνησαν και έστειλαν χιλιάδες τηλεγραφήματα συγγνώμης και μεταμέλειας εκ μέρους όλης της χώρας γι’ αυτή την ελεεινή ντροπή. Ωστόσο, στον τελικό με τη Λιθουανία το κοινό του ΟΑΚΑ ήταν σύσσωμο κατά της ομάδας του. Αψήφισε το δυσοίωνα εχθρικό κλίμα και με τον Ζέλικο Ομπράντοβιτς βοηθό του στον πάγκο -στον οποίο και παρέδωσε αμέσως μετά τα προπονητικά ηνία της Εθνικής- νίκησε τους αντιπάλους και κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο και την κούπα στο Ευρωμπάσκετ. Με ένα μείγμα στωικότητας και σθένους ζύγιασε τότε τη συνέχιση της παραμονής του στην Ελλάδα.
Είχε τα κότσια να μείνει και να επιμείνει. «Κουράγιο μπρε», είπε στον εαυτό του, καθώς στη σκέψη του πρυτάνευσε ότι οι παρορμητικοί, όπως και οι συμπατριώτες του, Ελληνες στάθηκαν στη συντριπτική τους πλειοψηφία στο πλευρό του ομόδοξου σερβικού λαού που γνώριζε ταλαιπωρίες εξαιτίας του διαμελισμού της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Στον επόμενο τόνο πήγε στον Ολυμπιακό επί προεδρίας Σωκράτη Κόκκαλη και έφερε τον πρώτο ευρωπαϊκό τίτλο στο Πειραιά επικρατώντας επί της Μπαρτσελόνα στη Ρώμη με την ασυνήθιστη για τελικό διαφορά 15 πόντων. Μετά ήρθε η σειρά της ΑΕΚ στον πάγκο της οποίας κάθισε επί προεδρίας Γιάννη Φιλίππου.
Στη συνέχεια δούλεψε στη Βοϊβοντίνα, στην Ντιναμό Μόσχας, στο τσακ δεν υπέγραψε στους Ντένβερ Νάγκετς του ΝΒΑ, προτιμώντας την ΤΣΣΚΑ, επέστρεψε πάλι θριαμβευτικά στον Ολυμπιακό και έκλεισε ως συλλέκτης τίτλων τη γεμάτη προπονητική του καριέρα στην Εφές Πίλσεν. Παντού, όπου και αν πήγε, θέλησε να ανιχνεύσει τα απαραίτητα περιθώρια για να εκφράσει πλήρως τη φιλοσοφία του, δίνοντάς της μορφή. Δούλεψε ως στρατηγός και συνάμα φαντάρος, αλλά κυρίως ως σοφός δάσκαλος καινοτομώντας, διδάσκοντας, ανανεώνοντας με δημιουργική πνοή – είτε πετυχαίνοντας είτε αποτυγχάνοντας. Ποτέ του δεν παραιτήθηκε και ποτέ δεν απολύθηκε όπου και αν εργάστηκε.
Η απόσυρση από το μπάσκετ
Τίμησε όλα του τα συμβόλαια ως το 2016, όταν αποσύρθηκε από την ενεργό δράση. Αφησε πίσω του 38 χρόνια διαδρομής σε αποδυτήρια, γήπεδα, προπονητήρια, αεροπλάνα, πάσης φύσεως μετακινήσεις και εγκαταστάθηκε στην οδό Cvetanova Cuprija σε έναν πρώην προαστιακό οικισμό του Βελιγραδίου. Ο τόπος του δεν του άρεσε πια, αφού για εκείνον το σημερινό Βελιγράδι ήταν μια πόλη που κυριαρχείται από το κιτς, την ξιπασιά και την αλαζονεία. Αλλά εκεί βρισκόταν πάντα το πάρκο Sumice κοντά στο νοσταλγικό λίκνο του μπάσκετ της Ραντνίτσκι, όπου έκανε την πρωινή βόλτα του και μετά κατευθυνόταν βιαστικά στον αγαπημένο του περιστερώνα.
Φιλοσοφούσε ακόμη περισσότερο τη ζωή ως άνθρωπος που έλυνε πάντα μόνος όλα του τα προβλήματα για να διατηρήσει την αυτονομία του και να κοιμάται ήσυχα. Αρκετές σκοτούρες είχε πάντα στο κεφάλι του. Ανακάλυψε, όμως, ότι κάθε πολίτης πρέπει να είναι πολιτικά ενημερωμένος και να γνωρίζει τα τρέχοντα για να εξασφαλίσει τα επόμενα.
Υποστήριξε για πρώτη φορά στη ζωή του ενεργά την υποψηφιότητα του Σάσα Γιάνκοβιτς για την προεδρία της Σερβίας το 2017. Ξεσηκώθηκε τότε μια εκστρατεία συκοφαντικής δυσφήμισης εις βάρος του, στην οποία του χρέωναν στενούς δεσμούς με το καθεστώς του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς. Ολα ψέματα. Εν τω μεταξύ ο Γιάνκοβιτς ήρθε δεύτερος στις προεδρικές εκλογές της Σερβίας, όπου πλειοψήφησε ο Αλεξάνταρ Βούτσιτς. Βαθμιαία και ο Ντούντα, βαραίνοντας, έχασε μερικώς το ενδιαφέρον του για τα κοινά αλλά συνέχισε να υπηρετεί αυτό που γνώριζε καλύτερα.
Ως μέλος της Τεχνικής Επιτροπής της FIBΑ προωθούσε τις πάντα ενδιαφέρουσες ιδέες του σχετικά με τους κανόνες του μπάσκετ και την αναζωογόνηση του αθλήματος. Πάντα ήταν ένας «σταυροφόρος», όπως αποκαλούσαν άλλοτε όλους τους κατοίκους της συνοικίας του Ερυθρού Σταυρού στο Βελιγράδι, που έγινε σοφός ομολογώντας, προτού κλείσει οριστικά τα μάτια του, με αφοπλιστική ωριμότητα: «Δεν είμαι ένοχος που γερνάω, η ζωή είναι ένοχη επειδή είναι πολύ σύντομη».