Τα όσα είπε προχθές το μεσημέρι στην 1η ανακρίτρια του Ναυτοδικείου Πειραιά, ο 28χρονος σημαιοφόρος του Πολεμικού Ναυτικού, που βαρύνεται με κακουργηματικού χαρακτήρα κατηγορίες, για τον θάνατο της 68χρονης γυναίκας και του 15 μηνών εγγονού της, στις Καμάρες Αιγίου τον περασμένο Αύγουστο, αποκαλύπτονται μέσα από το απολογητικό του υπόμνημα.
Να σημειωθεί ότι ο 28χρονος οδηγός αφέθηκε ελεύθερος με περιοριστικούς όρους, με σύμφωνη γνώμη ανακρίτριας και εισαγγελέα, αφού ο νέος ποινικός κώδικας δεν έχει κάποια σχετική πρόβλεψη για προσωρινή κράτηση του κατηγορούμενου, σε αυτού του είδους τις υποθέσεις, κάτι που αποτελεί νομικό κενό.
Ο οδηγός, στο απολογητικό του υπόμνημα που κατέθεσε με τους δικηγόρους του Αλέξη Κούγια και Ιωάννη Σαμέλη στο Ναυτοδικείο Πειραιά, αναφέρει ότι το μοιραίο απόγευμα είχε αναχωρήσει από παραλιακό κέντρο, όπου είχε καταναλώσει φαγητό και αλκοόλ και συγκεκριμένα μπύρα.
Αμφισβητεί την έκθεση πραγματογνωμοσύνης που αναφέρει ότι κινείτο με ταχύτητα 133 χιλιόμετρα την ώρα, υποστηρίζοντας ότι δεν είχε υπερβεί την μέγιστη ασφαλή ταχύτητα διέλευσης των 80 – 85 χλμ. και τελικά για όλα έφταιγε η ολισθηρότητα του οδοστρώματος.
Μάλιστα, αναφέρει ότι η τελευταία ρυθμιστική της ταχύτητας πινακίδα πριν το σημείο του ατυχήματος είναι 90 χιλιόμετρα την ώρα, ενώ η αναφερόμενη στο σχεδιάγραμμα της Τροχαίας ρυθμιστική πινακίδα των 50 χιλιομέτρων την ώρα, βρίσκεται ακριβώς στο σημείο του ατυχήματος.
Σύμφωνα με τον κατηγορούμενο, το αυτοκίνητό του εξετράπη της πορείας του και γλίστρησε προς τα αριστερά, καθώς η άσφαλτος στο συγκεκριμένο τμήμα του δρόμου είναι πολύ παλιά, λεία, ιδιαίτερα καταπονημένη από κυκλοφορία με χαμηλό συντελεστή τριβής, χωρίς να έχει συντηρηθεί επί πολλά έτη και χωρίς να έχει μειωτές ταχύτητας (σαμαράκια).
«Προσπάθησα να επαναφέρω το αυτοκίνητο στην κανονική του πορεία αλλά αυτό κατέστη αδύνατο με αποτέλεσμα το αυτοκίνητο να βγει εκτός ελέγχου» τονίζει ο δράστης και προσθέτει ότι χτύπησε την γυναίκα και το μωρό, με την πίσω πλευρά του αυτοκινήτου του, το οποίο περιστράφηκε γύρω από τον άξονά του.
Ενας άνδρας τού είπε ότι είχε παρασύρει δύο ανθρώπους και του υπέδειξε το σημείο όπου αντίκρισε τους θανόντες στο έδαφος αναίσθητους. Τότε αντιλήφθηκε ότι οι άνθρωποι ήταν νεκροί και ότι δεν μπορούσε να προσφέρει καμία βοήθεια.
ΓΙΑΤΙ ΕΦΥΓΕ
Δικαιολογώντας τη φυγή του από το σημείο του ατυχήματος, αναφέρει ότι βρισκόταν σε κατάσταση σοκ και οι ενέργειές του, δεν ήταν πράξεις λογικής, ούτε απόρροια πρόθεσης αποφυγής της δικαιοσύνης, αλλά εκδήλωση παραληρήματος και πρόθεσης για αυτοκαταστροφή και αυτοτιμωρία.
Αναφέρει τέλος ότι οδήγησε μέχρι το εξοχικό της οικογένειάς του στο Λόγγο, κατέβηκε στην παραλία και ανέβηκε σε μια τυχαία βάρκα, παλεύοντας με τον εαυτό του για το αν θα πέσει στη θάλασσα να πνιγεί. Τελικά, τον βρήκε ο αδελφός του, που τον έπεισε να παραδοθεί.