Μια ιστορία 21 χρόνια πριν, μπορεί να είναι πάντα επίκαιρη. Ο Γιώργος Βαρδινογιάννης τα έβαζε για πολλοστή φορά με τους οργανωμένους οπαδούς και με απειλητικό τόνο, τους εγκαλούσε να προστατεύσουν τον Παναθηναϊκό.
Λογικά, καθότι δεν έχουμε κανένα επιχείρημα ή στατιστικό στοιχείο πλην της λογικής, το μεσημέρι της Τετάρτης 3 Δεκεμβρίου του 1997, θα ήταν κρύο. Στο ΟΑΚΑ θα είχε λίγο περισσότερο κρύο από την υπόλοιπη Αττική και στις 2.30 το μεσημέρι ποιος θα έτρεχε για να δει τον Παναθηναϊκό; Το σκηνικό ήταν πολεμικό. Το τοπίο ήταν πολεμικό. Κόπηκαν, και για αυτό έχουμε στατιστικά στοιχεία 164 εισιτήρια. Εισπράχθηκαν 223.000 δραχμές, δηλαδή το ένα εισιτήριο κόστιζε περίπου 1.300 δραχμές. Το λες και ακριβό (σ.σ. σχεδόν τέσσερα ευρώ), αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς.
Ο Παναθηναϊκός υποδεχόταν τον Ορέστη Ορεστιάδας στη φάση των «32» του κυπέλλου Ελλάδας και προκρίθηκε κερδίζοντας 4-0 κι ενώ φυσικά είχε επικρατήσει και στο πρώτο ματς με 0-2. Για να θυμηθούμε και… ωραίες εποχές του ελληνικού ποδοσφαίρου διαιτητής στο ΟΑΚΑ ήταν ο Κύρος Βασσάρας και εκείνος του πρώτου αγώνα ήταν ο Αργύρης Παπαχίντζιος. Εκείνο το απόγευμα στο Μαρούσι σημασία δεν είχε το αποτέλεσμα, τα τέσσερα γκολ της αρμάδας του Βασίλη Δανιήλ ή η πρόκριση στην επόμενη φάση. Όλοι εστίαζαν σε όσα είχαν συμβεί δύο μέρες νωρίτερα και όσα ανάμεναν να συμβούν δύο μέρες μετά.
48 ώρες μπρος-πίσω!
Ήταν 1η Δεκεμβρίου και ο Ολυμπιακός υποδεχόταν τον Παναθηναϊκό στο Ολυμπιακό Στάδιο. Ισόβαθμοι στους 27 βαθμούς και στο κυνήγι της ΑΕΚ, η οποία είχε κερδίσει δυο μέρες νωρίτερα στη Βέροια και είχε ανέβει στους 28 βαθμούς. Ήταν ένα ντέρμπι, χαρακτηριστικό εκείνων των χρόνων, εκείνης της δεκαετίας. Στο ΟΑΚΑ υπήρχαν οπαδοί και των δύο ομάδων, ο Ολυμπιακός κέρδισε 3-1, ο Παναθηναϊκός είδε τρεις παίκτες του να αποβάλλονται μέσα σε ένα δεκάλεπτο (σ.σ. Γκούμας 59’, Γεωργιάδης 61’, Μιλόγεβιτς 68’), οι ερυθρόλευκοι διαμαρτυρήθηκαν για πέναλτι που δεν τους δόθηκε, οι πράσινοι για όλα τα υπόλοιπα και στις κερκίδες επικράτησε το χάος!
«Αν χρειαστεί θα κάνουμε πορεία προς τη Βουλή με πρώτο εμένα. Δε θα ανεχθώ, όμως, ταραξίες. Θα πατάξω τη βία και στο εξής όποιος δημιουργεί επεισόδια θα αποβάλλεται αυτομάτως από τις τάξεις των οπαδών και θα διαγράφεται ο σύνδεσμός του. Για πρώτη φορά θα κάνω μονόλογο και όχι διάλογο μαζί σας».
Το είχε κάνει ξανά στο παρελθόν, ώστε να γνωρίζουν καλά ότι το εννοούσε. Ήταν μόλις λίγους μήνες ενεργός στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο, στις αρχές της δεκαετίας του ’80, όταν ο Γιώργος Βαρδινογιάννης είχε διαλύσει όλους τους συνδέσμους και είχε δημιουργήσει την ΠΑ.ΛΕ.ΦΙΠ.. Δε θα τον εμπόδιζε τίποτα από το να το έκανε ξανά. Στη συνάντηση της 5ης Δεκεμβρίου, ο κόσμος τον άκουσε και ο ίδιος δεν άφηνε περιθώριο για δεύτερες σκέψεις. Μαζί με το μαστίγιο είχε και το καρότο, σε μια ταύτιση απόψεων για όσα γίνονταν εκείνη την εποχή στο ελληνικό ποδόσφαιρο.
«Όλοι αισθανόμαστε αγανάκτηση για τη βρωμιά που υπάρχει στο ποδόσφαιρο. Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι πρέπει να δημιουργούμε επεισόδια. Υπάρχουν και άλλοι, πιο αποτελεσματικοί τρόποι αντίδρασης. Ο Παναθηναϊκός μπορεί να αποδείξει ότι έχει δυνατότητες να αυτοπροστατευθεί, χωρίς την παρουσία μεγάλης αστυνομικής δύναμης. Και θα το κάνει. Μπορεί η αγανάκτησή σας να είναι δικαιολογημένη με αυτά που συμβαίνουν, αλλά επαναλαμβάνω ο τρόπος αντίδρασης ήταν απαράδεκτος. Οι φίλαθλοι του ΠΑΟ έχουν πάρει εύσημα καλής συμπεριφοράς κατά το παρελθόν. Τι συνέβη ξαφνικά και ορισμένοι αλήτες έσπασαν τα πάντα; Αν υπάρχουν ξένα στοιχεία ανάμεσά σας να τα απομονώσετε και να τα παραδώσετε στις αρχές. Θα φτιάξουμε ομάδες περιφρούρησης από αύριο. Κάθε σύνδεσμος θα ορίζει δέκα άτομα που θα επιτηρούν την τάξη. Τα άτομα αυτά θα φοράνε περιβραχιόνια και θα είναι υπεύθυνα στον τομέα εξεδρών τις οποίες ελέγχουν. Τέρμα οι φασαρίες και να το βάλετε καλά στο μυαλό σας».
Η συνάντηση και όσα λέχθηκαν έπαιξαν πρώτο θέμα στις αθλητικές εφημερίδες και από τα κυριότερα στις αθλητικές σελίδες των πολιτικών εφημερίδων. Ο Γιώργος Βαρδινογιάννης 21 χρόνια πριν έδειχνε και πάλι το δρόμο που μέχρι και σήμερα ελάχιστοι έχουν τολμήσει να διαβούν. «Αν συνεχίσετε, θα σας διαλύσω!». Το είχε κάνει ξανά. Και ήξεραν ότι το εννοούσε…