Ανατροπή στο θρίλερ της Λάρισας! Αλλάζουν τα δεδομένα στην εξαφάνιση της Βάσως…

 

 

Με μια νέα βαθιά έρευνα στην περίεργη εξαφάνιση της μητέρας, έρχονται στο φως οι λεπτομέρειες που κανείς δεν πρόσεξε και προκαλούν ανατροπή…

Σημαντικοί μάρτυρες που η εκπομπή εντόπισε, δίνουν στο «Τούνελ» άγνωστα στοιχεία για τη νύχτα εκείνη που «κατάπιε» τη Βάσω Κουκουνασούλη – Σιλεβίστα.

Η ρεπόρτερ του «Τούνελ» σε μια δεύτερη επιτόπια έρευνα με τη φωτογραφία της Βάσως στα χέρια, βρέθηκε στην περιοχή με το ακίνητο της που σκόπευε να πουλήσει και μίλησε με συγγενείς της.

Στη συνέχεια πήγε στη γειτονιά του πατρικού της και εντόπισε μια σημαντική μάρτυρα. Την Κυριακή 10 Μαρτίου που χάθηκε η Βάσω,  μεταξύ οκτώ παρά πέντε,  με οκτώ και τέταρτο το βράδυ, η ίδια με τον σύζυγο της πέρασαν με το αυτοκίνητο τους μπροστά από το σπίτι και είδαν το φως της εξώπορτας αναμμένο.

«Δεν ξέραμε πως η γιαγιά είχε μεταφερθεί σε κλινική , ούτε πως είχε έρθει η κυρία Βάσω από τη Λαμία. Νομίζαμε πως το άφησε αναμμένο ο γιος της, επειδή ήταν μέρα Αποκριάς», είπε χαρακτηριστικά.

«Εγώ έβγαλα το αντικλείδι στη Βάσω…»

Η γυναίκα που φρόντιζε την μητέρα της αγνοούμενης πριν τα παιδιά της την μεταφέρουν σε κέντρο αποκατάστασης, μίλησε στο «Τούνελ».

Ανέφερε πως την Πέμπτη 7 Μαρτίου που έφτασε η Βάσω στη Λάρισα, εκείνη έφυγε από την πόλη και πήγε στο χωριό της. «Πήγα να πάρω τα πράγματα μου, η Βάσω ήταν ήδη στο σπίτι με τη μητέρα της και της έδωσα το κλειδί του σπιτιού που εγώ χρησιμοποιούσα», είπε.

Ανέφερε πως τον Ιανουάριο η Βάσω της ζήτησε να της βγάλει ένα αντικλείδι του σπιτιού για να μην παίρνει το δικό της, αλλά δεν το κρεμούσε στην εξωτερική αποθήκη, όπως συνήθιζε ο αδελφός της.

«Την ώρα που λέτε ότι χάθηκε, την είδα στην αποθήκη…»

Μια νέα σημαντική μαρτυρία ανατρέπει τα μέχρι τώρα δεδομένα για την περίεργη εξαφάνιση της μητέρας. Κάτοικος στη γειτονιά του Αγίου Χαράλαμπου περνούσε τυχαία το βράδυ της Κυριακής της Αποκριάς, από το πατρικό της Βάσως. Παρατήρησε και αυτή πως το φως της εξώπορτας ήταν αναμμένο. Τότε είδε να βγαίνει από την αποθηκούλα της αυλής μια γυναίκα, που φορούσε σκούρο καφέ μπουφάν, μαύρο παντελόνι και μιλούσε στο τηλέφωνο. Ο αδελφός της Βάσως που ήταν παρών, έδειξε να ξαφνιάζεται καθώς ο ίδιος είχε πει  στο «Τούνελ», πως όταν πέρασε από το σπίτι με το αυτοκίνητο στις οκτώ και είκοσι, το φως ήταν σβηστό και η Βάσω άφαντη.

Στη συνέχεια ο Ηρακλής Κουκουνασούλης ξεκλείδωσε με ένα από τα κλειδιά του την καγκελόπορτα της αυλής και κατευθύνθηκε προς την εξώπορτα πάνω από την οποία βρίσκεται το φως που οι δύο μάρτυρες είδαν αναμμένο. Έδειξε στην ρεπόρτερ που τον ακολούθησε, πως ο διακόπτης βρίσκεται μέσα στο σπίτι και δεν ανάβει απ΄έξω.

«Το μικρό σπιτάκι στο οποίο αναφέρθηκε η μάρτυρας είναι μια αποθήκη όπου φυλάμε το πετρέλαιο. Δεν πιστεύω να χρειάστηκε κάτι η Βάσω από εκεί. Ίσως να ήθελε να δει αν υπήρχε κλειδί του σπιτιού. Συνήθως κρεμούσα στο εσωτερικό  ένα αντικλείδι για τη Βάσω όταν ερχόταν από Λαμία. Όμως τώρα έμαθα ότι πριν από λίγο καιρό  η γυναίκα που φυλούσε τη μητέρα μας, της είχε βγάλει ένα κλειδί και της το είχε δώσει. Τι να πω…», είπε απορημένος ο αδελφός της.

«Ο σύζυγος της μας είπε τι ρούχα φορούσε όταν χάθηκε…»

Η Αγγελική Νικολούλη μίλησε με τη νύφη της αγνοούμενης που μαζί με το σύζυγο της ήταν οι τελευταίοι άνθρωποι που είδαν τη Βάσω πριν εξαφανιστεί. «Το πρωί της Κυριακής της Αποκριάς ο σύζυγος μου με τη Βάσω πήγαν στην κλινική να δουν τη μητέρα τους και μετά ήρθαν από το σπίτι και φάγαμε. Η Βάσω τότε φορούσε καφέ και μαύρο καρό παντελόνι, ένα γκρι ζιβάγκο, ίσια παπούτσια όπως πάντα και καφέ μπουφάν. Γύρω στις δύο την κάλεσε στο τηλέφωνο μια φίλη της. Στις τέσσερις παρά το απόγευμα, ο σύζυγος μου τη μετέφερε στο πατρικό τους για να ξεκουραστεί. Δεν κατάλαβα να την απασχολεί κάτι… Πριν φύγει συμφωνήσαμε να φάμε μαζί και το βράδυ», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Η Βάσω είχε αρνηθεί την πρόσκληση να μείνει στο σπίτι τους τις μέρες που βρισκόταν στην Λάρισα και προτίμησε να κοιμάται στο πατρικό της. «Εκείνο το απόγευμα κανόνισα να πάω νωρίτερα στο σπίτι της αδελφής μου, με την προϋπόθεση να έρθει ο άνδρας μου να με πάρει με το αυτοκίνητο για να πάμε στη Βάσω και να επιστρέψουμε όλοι μαζί στο σπίτι. Στις οκτώ παρά πέντε που την κάλεσα από το δρόμο για να ετοιμαστεί, το τηλέφωνο της ήταν απενεργοποιημένο», τόνισε.

Όταν έφτασαν ο σύζυγος της περίμενε στο αυτοκίνητο. Εκείνη  έσπρωξε την εξωτερική καγκελόπορτα που τότε δεν ήταν κλειδωμένη,  κατευθύνθηκε στην εξώπορτα του σπιτιού και χτύπησε το κουδούνι τρεις φορές. Περίμενε για περίπου τέσσερα λεπτά ενώ συνέχιζε να την καλεί στο κινητό. Διευκρίνισε πως εκείνη την ώρα το φως της εξώπορτας δεν ήταν αναμμένο και πως η ίδια δεν είχε λόγο να πάει στην εξωτερική αποθήκη του σπιτιού.

«Το κινητό της παρέμεινε απενεργοποιημένο και τις επόμενες ώρες.  Δεν ανησυχήσαμε όμως και υποθέσαμε πως ίσως ήταν με κάποια φίλη της. Το πρωί ο άνδρας μου πήγε από το σπίτι. Ήταν κλειδωμένο. Μπήκε μέσα και τα βρήκε όλα τακτοποιημένα. Στη συνέχεια πήγα κι εγώ εκεί και παρατήρησα πως είχε βγάλει το καρό παντελόνι και το είχε αφήσει σε μια καρέκλα μαζί με ένα μαύρο παλτό.  Στο κομοδίνο ήταν τα γυαλιά της και γύρω όλα στη θέση τους. Την άλλη μέρα που  ήρθε ο άνδρας της από τη Λαμία και προφανώς είδε ποια πράγματα έλειπαν από το σάκο της, μας είπε πως όταν χάθηκε φορούσε άσπρη μπλούζα και μαύρο παντελόνι».

Η αποθήκη, το πετρέλαιο και το άδειο μπιτόνι…

Ιδιαίτερο προβληματισμό προκάλεσε η σημαντική μαρτυρία γειτόνισσας που ισχυρίζεται πως είδε μια γυναίκα να βγαίνει από την εξωτερική αποθήκη του σπιτιού γύρω στις οκτώ και δέκα, μιλώντας στο τηλέφωνο.

«Το μόνο που μπορώ να υποθέσω είναι πως πήγε εκεί για να αφήσει το μπιτόνι το οποίο χρησιμοποιούμε για να γεμίζουμε με πετρέλαιο τη σόμπα που έχουμε στο σπίτι», είπε στην Αγγελική Νικολούλη ο αδελφός της αγνοούμενης μητέρας.

Σε σχετική ερώτηση της δημοσιογράφου απάντησε πως μετά από αυτή τη μαρτυρία ήλεγξαν τη σόμπα και διαπίστωσαν πως ήταν γεμάτη με υγρό καύσιμο.

«Δεν έχω να κερδίσω κάτι…»

Όταν το «Τούνελ» ασχολήθηκε για πρώτη φορά με την περίεργη εξαφάνιση της 59χρονης, μάρτυρας πήγε σε κεντρικό σημείο της Λάρισας όπου βρισκόταν η ρεπόρτερ της εκπομπής με την μονάδα εξωτερικών ερευνών.

Της είπε πως πριν από δύο μήνες συναντήθηκε με την αγνοούμενη σε ακίνητο της κοντά στο πατρικό της σπίτι, που είναι υπό πώληση. Εκείνη την ώρα εισέβαλε στο χώρο ένας συγγενής της που διαφωνούσε με την απόφαση της να το πουλήσει, της μίλησε με πολύ άσχημο τρόπο και ανάγκασε τον υποψήφιο αγοραστή να φύγει.

Η δημοσιογράφος πήγε στο συγκεκριμένο σπίτι και μίλησε πρώτα με τη θεία της αγνοούμενης. Ανέφερε πως η Βάσω ήθελε να γκρεμίσει το ακίνητο που της ανήκει εξ αδιαιρέτου με τον δικό της γιο. Διέψευσε πως ο γιος της φέρθηκε άσχημα και υποστήριξε πως είχαν καλές σχέσεις με τη Βάσω.

Ο ξάδελφος της αγνοούμενης που έφτασε στη γειτονιά και άκουσε τη συζήτηση, είπε στο «Τούνελ»:

«Ότι είχα να πω το είπα το βράδυ της εκπομπής στην κυρία Νικολούλη και στη συνέχεια με κάλεσαν και στην αστυνομία. Δεν υπήρξε μόνο ένα άτομο που ενδιαφέρθηκε για το ακίνητο, ήταν περισσότερα. Μάλιστα την είχα ενημερώσει να έρθει από τη Λαμία, γιατί ο τελευταίος ενοικιαστής του ακινήτου της, είχε αφήσει χρέη και σκόπευε να φύγει κρυφά χωρίς να τα πληρώσει. Μ’ αυτόν είχα μαλώσει… Μετά αποφάσισε η Βάσω να το πουλήσει. Κάποια στιγμή ήρθαν τέσσερα άτομα και ρώτησαν αν μπορούν να το γκρεμίσουν. Διαφώνησα και είπα πως πουλιέται όπως ακριβώς είναι. Δεν δημιουργήθηκε όμως κάποια ένταση».

Διευκρίνισε πως ο ίδιος δεν έχει να κερδίσει κάτι από το ακίνητο καθώς η Βάσω είχε το δικό της μερίδιο.

Ο ξάδελφος έμαθε για την εξαφάνιση το απόγευμα της Καθαράς Δευτέρας όταν επέστρεψε στη Λάρισα από το εξοχικό του.

«Έπεσα από τα σύννεφα… Πήρα αμέσως τον Ηρακλή τον αδελφό της και μου είπε πως ενώ είχε προσκαλέσει τη Βάσω να πάνε με τη γυναίκα του στο σπίτι της  κουνιάδας του, εκείνη αρνήθηκε και θέλησε να επιστρέψει στο πατρικό για να ξεκουραστεί. Μετά την έχασε…».

«Τον είδα μέσα στη βροχή να ψάχνει στο ποτάμι…»

Μάρτυρας που ήρθε σε επαφή με το «Τούνελ» ανέφερε πως μετά την εξαφάνιση γύρω στις τρεις το απόγευμα, περνούσε με αμάξι από την γέφυρα του Αλκαζάρ πάνω από τον Πηνειό ποταμό.

Παρά τη βροχή παρατήρησε δίπλα στην όχθη έναν άνδρα που της έκανε εντύπωση. Στον κοντινό χωματόδρομο πολύ κοντά του, ήταν σταθμευμένο ένα λευκό αμάξι πιθανά μάρκας Seat.  Ο άνδρας αυτός έδειχνε ανήσυχος σαν να έψαχνε κάτι. Ήταν μεταξύ 50 με 60 χρόνων, εύσωμος με άσπρα μαλλιά.

«Πρωτοφανές αυτό που συνέβη με τη Βάσω…»

Στη γειτονιά από όπου χάθηκε η Βάσω, είχαν στήσει αποκριάτικο γλέντι από το μεσημέρι. Η φίλη της Αγγελική Στεφούδη γιόρταζε και εκείνη με την οικογένεια της.

«Όλες οι πόρτες ήταν ανοιχτές. Δεν υπήρχε περίπτωση να περάσει η Βάσω και να μη μας μιλήσει. Μου έκανε εντύπωση που δεν την είδα εκείνο το απόγευμα που λένε ότι χάθηκε. Οι καινούριοι γείτονες δεν την γνώριζαν γιατί έλλειπε για χρόνια. Ούτε όμως κάποιος από τους παλιούς που ρώτησα, την είδε κάπου. Δεν ξέρω… Μακάρι να ζει…», είπε στο «Τούνελ».

Ο Πέρα Μαχαλάς, όπως λέγεται η γειτονιά που μεγάλωσε η Βάσω, είναι μέσα στην καρδιά της Λάρισας. Είναι ένας τόπος με φιλήσυχους κατοίκους και όπως είπαν οι γείτονες στην εκπομπή,  δεν αντιμετωπίζουν κρούσματα εγκληματικότητας. Αυτοί που γνωρίζουν τη Βάσω από μικρό παιδί, δεν μπορούν να εξηγήσουν τον ξαφνικό χαμό της. «Είναι πρωτοφανές αυτό που συνέβη», είπε χαρακτηριστικά ένας παλιός γείτονας της αγνοούμενης μητέρας.

Ένας άλλος που τυχαίνει να είναι και κουμπάρος της, σάστισε όταν τον κάλεσε ο σύζυγος της και του είπε πως θα δήλωνε  την εξαφάνιση της. «Ο κόσμος εδώ λέει μήπως την χτύπησε κάποιος και την εξαφάνισε ή βρίσκεται σε μοναστήρι. Τα ‘χουμε όλοι χαμένα…» ανέφερε.

Πηγή: anikolouli.gr