Ήταν η πλέον πολύκροτη δίκη των τελευταίων ετών στην Ιαπωνία – μια δίκη η οποία ήταν φορτισμένη σεξουαλικά, που μέχρι και ο δικαστής παραδέχτηκε ότι ένιωσε μια διέγερση κατά την παρουσίαση των πειστηρίων.
Κατηγορούμενη ήταν η Σαντά Αμπέ, η διασημότερη γκέισα της Ιαπωνίας που την αποκαλούσαν “γκέισα των γκεισών”. Ο λόγος για τον οποίο είχε βρεθεί στο εδώλιο ήταν ότι στραγγάλισε τον εραστή της στην διάρκεια ενός άκρως επικίνδυνου ερωτικού παιχνιδιού. Μόλις ο άντρας ξεψύχησε, η Σαντά του έκοψε με ένα μαχαίρι το μόριο και του όρχεις και τα φύλαξε ως ενθύμιο.
Η Αμπέ παραδέχτηκε ανοιχτά την ενοχή της και μάλιστα περιέγραψε με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες την πράξη της. Τα ερωτικά της παιχνίδια ήταν τόσο επικίνδυνα και διεστραμμένα, προκαλώντας σοκ στην συντηρητική κοινωνία της Ιαπωνίας την δεκαετία του 1930. Ωστόσο, αυτά ήταν που την έκαναν διάσημη, με την ιστορία της να εμπνεέι την συγγραφή αρκετών βιβλίων αλλα και κινηματογραφικών ταινιών, όπως “Η αυτοκρατορία των αισθήσεων” (1976), η οποία προκάλεσε τα ήθη της εποχής για τις σκηνές σεξ και κέρδισε πολλά βραβεία.
Η Αμπέ ήταν γόνος μιας πλούσιας οικογένειας της Ιαπωνίας και μεγάλωσε στις γειτονιές του Τόκιο. Δυστυχώς στα 15 της χρόνια έπεσε θύμα βιασμού από κάποιον οικογενειακό γνωστό, και αυτό είχε ως αποτέλεσμα να την πουκήσει ο πατέρας της σε οίκο εκπαίδευσης γκεισών για να την τιμωρήσει. Όμως η Σάντα αποδείχτηκε κακή μαθήτρια και έγινε μισητή από τις υπόλοιπες κοπέλες, οι οποίες ανέφεραν ότι είχε δύστροπο χαρακτήρα και συμπεριφερόταν άσχημα. Μετά από πέντε χρόνια, την έδιωξαν από τον κύκλο των γκεισών και τότε άρχισε να δουλεύει ως πόρνη στις κακόφημες συνοικίες της Οσάκα.
Αφου δεν μπορούσε να στεριώσει πουθενά, το 1936 έπιασε δουλειά ως σερβιτόρα σε ένα εστιατόριο, το οποίο άνηκε στον Ισίντα Κιτσίζο. Ο Ισίντα ήταν παντρεμένος, ωστόσο αυτό δεν τον εμπόδιζε να διατηρεί εξωσυζυγικές σχέσεις. Στο πρόσωπο της Αμπέ βρήκε μια ερωμένη πρόθυμη να πειραματιστεί σεξουαλικά μαζί του. Η Αμπέ τον ερωτεύτηκε με πάθος και ήθελε να γίνει δικός της.
Ένα βράδυ η Αμπέ παρακολούθησε μια θεατρική παράσταση όπου μια γκέισα απείλησε τον εραστή της με ένα μαχαίρι. Η σκηνή αυτή της έμεινε χαραγμένη στο μυαλό και αποφάσισε να αγοράσει ένα μαχαίρι για να το χρησιμοποιήσει στον Ισίντα κατά την διάρκεια της ερωτικής πράξης. Έτσι έκλεισαν ένα δωμάτιο ξενοδοχείου και ερωτοτροπούσαν επί 48 ώρες.
Ενώ ερωτοτροπούσαν η Σαντά πήρε το μαχαίρι και το έβαλε στα γεννητικά του όργανα λέγοντας του ότι θα του το έκοβε για να σιγουρευτεί ότι δεν θα ικανοποιούσε καμία άλλη γυναίκα. Το πάθος του Ίσιντα μεγάλωνε και πίστευε ότι επρόκειτο για ερωτικά παιχνίδια. Η Σάντα του περνούσε ένα σάλι γύρω από το λαιμό του και τον έπνιγε την ώρα του οργασμού. Εκείνος της ζήτησε να το επαναλάβει δύο ακόμα φορές. Όταν κοιμήθηκε τον έπνιξε με το σάλι της. Στη συνέχεια ξάπλωσε πάνω στο άψυχο κορμί του και πήρε ένα μαχαίρι και του έκοψε το μόριο.
Η ανακάλυψη του ακρωτηριασμένου σώματος του Ισίντα προκάλεσε σάλο στα μέσα και προφανής δράστης ήταν η Σαντά Αμπέ, η οποία είχε εξαφανιστεί. Η αστυνομία την συνέλαβε δύο μέρες μετά τη δολοφονία στο δωμάτιο του ξενοδοχείου της. Παραδόθηκε αδιαμαρτύρητα. Όταν τη ρώτησαν γιατί το έκανε αυτό, απάντησε “Τον ήθελα τόσο πολύ, που από τη στιγμή που δεν μπορούσα να γίνω γυναίκα του τον σκότωσα για να μην το έχει καμία άλλη γυναίκα”. Είχε πάρει μαζί της το πέος του και προσπαθούσε να ικανοποιηθεί με αυτό τις δυο πρηγούμενες μέρες.
Στις 21 Δεμεμβρίου 1936, η Σαντά Αμπέ κρίθηκε ένοχη για τον φόνο του Ισίντα Κιτσίζο και καταδικάστηκε σε έξι χρόνια φυλάκισης. Δεν εξέτισε όλη την ποινή της και τον Νοέμβριο του 1940 αποφυλακίστηκε. Τα επόμενα χρόνια, όταν την ρωτούσαν για ποιο λόγο έκοψε τα γεννητικά όργανα του Ισίντα εκείνη απαντούσε: “Ήθελα να κρατήσω για πάντα το κομμάτι του που μου ξυπνούσε τις πιο έντονες αναμνήσεις.”