Στην αποκάλυψη ότι οι ελληνικές αρχές έχουν διαβεβαιώσει «χωρίς καμία αμφισημία» ότι θα προχωρήσουν στην συμφωνημένη μείωση των συντάξεων το 2019 και στην περικοπή του αφορολόγητου το 2020, προχώρησε ο επικεφαλής του κλιμακίου του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για την Ελλάδα Πίτερ Ντόλμαν παρουσιάζοντας σήμερα τα συμπεράσματα της έκθεσης του άρθρου 4 του Ταμείου για την ελληνική οικονομία.
Ο ανώτατος αξιωματούχος του Ταμείου κράτησε κλειστά τα χαρτιά του για το ζήτημα του χρέους, αναφέροντας πάντως πως μακροπρόθεσμα θα απαιτηθεί περαιτέρω ελάφρυνση.
Ο Ντόλμαν ξεκαθάρισε πως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο θα επισκέπτεται την Ελλάδα κάθε έξι μήνες για την σύνταξη των εκθέσεων του ή κάθε φορά που επισκέπτονται για αξιολόγηση τη χώρα μας οι ευρωπαϊκοί θεσμοί.
Όπως εκτίμησε η Ελλάδα θα είναι σε μετα- προγραμματική εποπτεία από το ΔΝΤ έως το τέλος του 2022, καθώς θα απαιτηθεί μια περίπου τετραετία για να αποπληρωθεί το μεγαλύτερος μέρος των δανείων του οργανισμού από την Ελλάδα (η πλήρης εξόφληση θα γίνει το 2024).
Το στέλεχος του ΔΝΤ σημείωσε πως ηΕλλάδα αντιμετωπίζει προκλήσεις και κινδύνους και πως θα πρέπει να επιδιώκει την συνέχιση των μεταρρυθμίσεων.
Όπως είπε το ΔΝΤ αναμένει ανάπτυξη 2% εφέτος και 2,4% το 2019, ωστόσο ξεκαθάρισε πως μακροπρόθεσμα η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί με ρυθμό 1%.
«Η γήρανση του πληθυσμού της Ελλάδος επιβραδύνει την οικονομία. Το δημογραφικό πρόβλημα της Ελλάδος είναι μια δύσκολη πρόκληση», είπε.
Στην ίδια βάση ξεκαθάρισε πως το πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ θα κοστίσει σε ανάπτυξη, ενώ χαρακτήρισε υψηλό και το μακροπρόθεσμο στόχο για πλεόνασμα 2,2%.
«Ένας στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 1,5% είναι πιο άνετος για την Ελλάδα. Λίγες χώρες έχουν πετύχει πρωτογενές πλεόνασμα 1,5% για περισσότερα από 10 χρόνια. Είναι μεγάλη πρόκληση», σημείωσε.
Για το ζήτημα του χρέους ο κ. Ντόλμαν τόνισε πως η ανάλυση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους θα δημοσιευθεί από το Ταμείο έως τις αρχές Αυγούστου.Αν και ρωτήθηκε απέφυγε να προσδιορίσει τον ορίζοντα που το Ταμείο θεωρεί ότι το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο, λέγοντας ότι η απόφαση του Eurogroup αναφέρει ότι μετά το 2032 θα πρέπει να επανεξεταστεί το ζήτημα της βιωσιμότητας.
«Το προσωπικό του Ταμείου ανησυχεί ότι αυτή η βελτίωση στους δείκτες του χρέους μπορεί να διατηρηθεί μακροπρόθεσμα μόνο υπό φαινομενικά πολύ φιλόδοξες παραδοχές για την αύξηση του ΑΕΠ και την ικανότητα της Ελλάδας να επιτύχει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα», ανέφερε.
Πάντως ανέφερε πως ο συνδυασμός παραγόντων,δηλαδή το μεγάλο ταμειακό μαξιλάρι και τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους θα οδηγήσουν σε μείωση του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ και σε μια διατηρήσιμη έξοδο στις αγορές σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα.
«Οι αγορές είναι ανοιχτές για την Ελλάδα», είπε και προσέθεσε πως οι αγορές θα πούνε τι είναι ιδανικό για εκείνες και όχι το ΔΝΤ.
Για την δύναμη του ΔΝΤ να επιβάλλει τις θέσεις τους στην ελληνική κυβέρνηση απάντησε διπλωματικά ξεκαθαρίζοντας πως το Ταμείο δίνει τις συμβουλές του, αλλά την ίδια ώρα δίνει και χώρο στην κυβέρνηση για να πει τις απόψεις της.
Στη βάση αυτή τόνισε πως θα είναι ένα πολύ σημαντικό σινιάλο για τις προθέσεις της κυβέρνησης η εφαρμογή της μείωσης των συντάξεων το 2019 και της περικοπής του αφορολόγητου το 2020.
«Οι αρχές μας είπαν ότι θα προχωρήσουν σε αυτό χωρίς καμία αμφισημία», ξεκαθάρισε.
Ειδικά για τις συντάξεις ανέφερε πως η μείωση 1% του ΑΕΠ που θα προκύψει από τον επαναυπολογισμό θα χρηματοδοτήσει και τα θετικά μέτρα ύψους 1% του ΑΕΠ.
Για τα εργασιακά τόνισε ότι το ΔΝΤ αντιμετωπίζει με προβληματισμό την πρόθεση της κυβέρνησης για αλλαγές στις συλλογικές διαπραγματεύσεις.
Αναφερόμενος στους κινδύνους που μπορεί να αντιμετωπίσει η Ελλάδα μεσοπρόθεσμα κατονόμασε την σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής διεθνώς, την αποσταθεροποίηση των αγορών (λόγω Ιταλίας), αλλά και τους κινδύνους από τις εντάσεις στο διεθνές εμπόριο. Παράλληλα, αναφέρθηκε στους κινδύνους που σχετίζονται με την μεταρρυθμιστική κόπωση και με την υπαναχώρηση από τις μεταρρυθμίσεις λόγω του εκλογικού κύκλου.
Για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα ανέφερε πως πρέπει να υπάρξει ταχεία μείωση των κόκκινων δανείων ωστόσο δεν ζήτησε νέα ανακεφαλαιοποίηση.
«Οι τράπεζες πέρασαν ένα σημαντικό εμπόδιο με τα stress test.Δεχόμαστε το αποτέλεσμα του stress test αλλά πρέπει να σχηματιστούν κεφαλαιακά αποθέματα κάτι που επιβάλλει και το νέο λογιστικό πρότυπο IRFS 9», είπε σχετικά.