Στη δημοσιότητα νέα στοιχεία για τη δολοφονία του 42χρονου ηλεκτρολόγου στην Καβάλα, πράξη για την οποία προφυλακίστηκε ο 47χρονος ομογενής από τη Γεωργία. «Κάποιες φορές έμπαινε στο σπίτι μου και τοποθετούσε κάμερες για να βλέπει τι κάνω», ανέφερε για το θύμα ο 47χρονος.
Ο 47χρονος κατηγορούμενος για τη δολοφονία, αιτιολογώντας την ανθρωποκτονία που διέπραξε, το μεσημέρι της 11ης Δεκεμβρίου, στην παραλία Οφρυνίου στην Καβάλα ισχυρίστηκε ότι «τον σκότωσα γιατί με παρακολουθούσε». Μετά την απολογία του στην ανακρίτρια Καβάλας, σήμερα, Τετάρτη (23.12.2020) ο καθ’ ομολογίαν του δολοφόνος κρίθηκε προσωρινά κρατούμενος, με τη σύμφωνη γνώμη της εισαγγελέως.
Μετά τη σύλληψή του από αστυνομικούς, ο κατηγορούμενος, ο οποίος πέταξε τη σορό του 42χρονου ηλεκτρολόγου, μέσα σε αρδευτικό κανάλι, στην αγροτική περιοχή Ευκαρπίας Σερρών, ομολόγησε και δήλωσε ότι μετάνιωσε για την πράξη του, αναφέρει το GRTimes.
«Με το θύμα γνωρίστηκα πριν από τρία χρόνια και οι σχέσεις μας ήταν τυπικές. Το περασμένο καλοκαίρι δούλευε σε ένα διαμέρισμα που βρίσκεται απέναντι από το δικό μου σπίτι και επειδή έκανε αρκετή φασαρία με τα μηχανήματα του εγώ του έκανα παρατήρηση καθώς δεν μπορούσα να ξεκουραστώ τις μεσημεριανές ώρες», ανέφερε στις διωκτικές αρχές.
«Το τελευταίο διάστημα πληροφορήθηκα ότι κάποιες φορές έμπαινε στο σπίτι μου και τοποθετούσε κάμερες για να βλέπει τι κάνω . Δεν ξέρω γιατί το έκανε αυτό», υποστήριξε.
Για την ημέρα του φόνου είπε ότι: «Την Παρασκευή το μεσημέρι καθώς πήγαινα στο σπίτι μου τον είδα να βγαίνει από το σπίτι μου και να κλειδώνει την πόρτα. Τότε θόλωσα και τον πλησίασα λέγοντας του: «Τι δουλειά έχεις μέσα στο σπίτι μου;». Αυτός μου είπε «καλά κάνω κι ό,τι θέλω κάνω» Τον πλησίασα κι άλλο και πιαστήκαμε στα χέρια. Αυτός με χτύπησε και το ίδιο έκανα κι εγώ. Με ξαναχτύπησε και γύρισε να φύγει. Τότε εγώ έπιασα ένα αντικείμενο που είχα κοντά στην πόρτα του σπιτιού μου και τον χτύπησα στην πλάτη. Δεν είχα σκοπό να του κάνω κακό. Από το χτύπημα έπεσε κάτω στο δρόμο. Τότε τρόμαξα πολύ και δεν ήξερα τι να κάνω. Εκείνη τη στιγμή βγήκε στο μπαλκόνι η μάνα μου και μου είπε «τι έκανες;». Μου είπε να τον πάω στο νοσοκομείο κι αμέσως τον έβαλα στο αυτοκίνητό του και ξεκίνησα οδηγώντας να τον πάω. Στην διαδρομή κατάλαβα ότι πέθανε. Τότε τρόμαξα πολύ, δεν καταλάβαινα ούτε ήξερα που πηγαίνω».
Για τις ενέργειες που έκανε στη συνέχεια σημείωσε ότι: «Μπήκα σε έναν χωματόδρομο και σε κάποιο σημείο σταμάτησα το αυτοκίνητο. Τον έβγαλα και τον άφησα στην άκρη του καναλιού. Το σώμα του κατρακύλησε μέσα στο κανάλι με τι καλαμιές. Καθώς τον έβγαζα έπεσαν κάποια εργαλεία που είχε στο αυτοκίνητο. Από την ταραχή μου τα πέταξα στο κανάλι. Μπήκα στο αυτοκίνητο και έφυγα. Στο δρόμο είχε πολλές λάσπες και το αυτοκίνητο σε κάποιο σημείο κόλλησε. Το παράτησα και έφυγα με τα πόδια. Ήθελα να συνεχίσω με τα πόδια μέχρι το σπίτι μου. Στη διαδρομή σταμάτησα σε ένα βενζινάδικο για να πιώ νερό. Ένιωθα πολύ κουρασμένος και όταν έφτασα στο σπίτι μου έπεσα για ύπνο έως την άλλη μέρα το πρωί. Για δύο ή τρεις μέρες ήμουν τόσο φοβισμένος που δεν έβγαινα ούτε άνοιγα την πόρτα σε κανέναν. Δεν μπορώ να θυμηθώ με ποιο εργαλεία χτύπησα τον Γιώργο. Μπορεί να ήταν ένα σκαπτικό που είχα στο σπίτι μου για τα χόρτα».