ΕΕ: Εγκρίθηκε ο νόμος για την αποκατάσταση της φύσης παρά τις διαμαρτυρίες των αγροτών

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε την Τρίτη έναν εμβληματικό νόμο της ΕΕ για την αποκατάσταση της φύσης, διατηρώντας ζωντανό μέρος του αρχικού σχεδίου παρά τις εντονότατες αγροτικές διαμαρτυρίες που σάρωσαν τη γηραιά ήπειρο. Σημειώνεται ότι μεταξύ άλλων, οι αγρότες στοχοποίησαν τις πράσινες πολιτικές της ΕΕ για την υπερβολική γραφειοκρατία που φορτώνουν στους γεωργούς.

ΕΕ: Πώς κινήθηκε το εμπόριο αγροτικών προϊόντων

Οι βουλευτές της ΕΕ ενέκριναν τον νόμο με 329 ψήφους υπέρ, 275 κατά και 24 αποχές. Σημειώνεται δε ότι ο νόμος πέρασε παρά το γεγονός ότι το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα – η μεγαλύτερη ομάδα νομοθέτη στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο – αποφάσισε την τελευταία στιγμή να αντιταχθεί στο νόμο, ο οποίος, όπως είπε, θα υπέβαλε τους αγρότες σε περισσότερη γραφειοκρατία.

Τι προβλέπει η νομοθεσία
Η πολιτική για τη φύση πρόκειται να αποτελέσει ένα από τα κομβικότερα τμήματα της περιβαλλοντικής νομοθεσίας της ΕΕ, καθώς απαιτεί από τις χώρες να θεσπίσουν μέτρα αποκατάστασης της φύσης στο ένα πέμπτο της γης και της θάλασσάς τους έως το 2030.

Στοχεύει στην αναστροφή της παρακμής των φυσικών οικοτόπων της Ευρώπης – το 81% των οποίων βρίσκεται σε κακή κατάσταση – και περιλαμβάνει συγκεκριμένους στόχους όπως η αποκατάσταση των τυρφώνων, που μπορούν να απορροφούν εκπομπές CO2 συμβάλλοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο στον περιορισμό της κλιματικής αλλαγής.

Για να τεθεί σε ισχύ, το εν λόγω νομοθέτημα χρειάζεται μόνο την τελική έγκριση από τις χώρες της ΕΕ. Πρόκειται για μια τυπική, συνήθως, διαδικασία.

Βήματα πίσω
Νωρίτερα αυτό το μήνα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απέσυρε μια πρόταση νόμου για τη μείωση των φυτοφαρμάκων και αποφάσισε να καθυστερήσει την επιβολή ρύθμισης η οποία θα ανάγκαζε τους γεωργούς να αφήνουν περισσότερες εκτάσεις ανεκμετάλλευτες.

Μέχρι στιγμής πάντως, οι κινήσεις αυτές δεν έχουν καταφέρει να καταπνίξουν τις διαμαρτυρίες των αγροτών – αν και ορισμένοι εκ των διοργανωτών των συλλαλητηρίων τονίζουν ότι οι πράσινες πολιτικές δεν αποτελούν πρόβλημα, σε αντίθεση με την απροθυμία της ΕΕ να παρέμβει για να περιορίσει τις φθηνές εισαγωγές τροφίμων.