Σαν σήμερα, 65 χρόνια πριν, 12 Αυγούστου του 1953, οι πόλεις και τα χωριά της Ζακύνθου, της Κεφαλονιάς και της Ιθάκης καταστράφηκαν ολοσχερώς από τον μεγαλύτερο σεισμό που έχει καταγραφεί στη χώρα, έντασης 7,2 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, με τραγικό αποτέλεσμα, 871 ανθρώπους νεκρούς, 1.690 τραυματίες και 145.052 αστέγους.
Ο Εγκέλαδος είχε προειδοποιήσει τους κατοίκους τρεις ημέρες νωρίτερα και πιο συγκεκριμένα, από την Κυριακή 9 Αυγούστου που έγιναν αισθητές οι πρώτες δονήσεις.
Την Τρίτη 11 Αυγούστου του 1953, συγκλόνισε το νησί, ισχυρότατη σεισμική δόνηση το μέγεθος της οποίας προσδιορίστηκε στους 6,8 βαθμούς της κλίμακας Ρίχτερ προκαλώντας μεγάλες ζημιές και τραυματίζοντας πολλούς κατοίκους.
Σύμφωνα με τα τότε τηλεγραφήματα των τεχνικών υπηρεσιών της Νομαρχίας, το 75% των κατοικιών κατέστησαν επικίνδυνα ετοιμόρροπες ενώ το σύνολο σχεδόν των σπιτιών δεν μπορούσαν να κατοικηθούν λόγω των ζημιών που είχαν υποστεί.
Από το σεισμό αυτό, κατέρρευσε τμήμα του Κόκκινου Βράχου και έκλεισε ο δρόμος του Κρυονερίου. Από τη δόνηση αυτή δεν υπήρξαν νεκροί αλλά μόνο εννέα τραυματίες.
Την Τετάρτη 12 Αυγούστου και ώρα 11.30 το πρωί, έγινε ο μεγάλος σεισμός, που έδωσε το τελειωτικό χτύπημα στα ταλαιπωρημένα από τους προηγούμενους σεισμούς σπίτια και προκάλεσε μία από τις μεγαλύτερες καταστροφές στη ιστορία της νεότερης Ελλάδας.
Οι σεισμογράφοι κατέγραψαν δόνηση 7,2 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ. Για 45 δευτερόλεπτα η γη σειόταν με απίστευτη μανία, όλοι οι δρόμοι έκλεισαν από τα ερείπια, σκηνές φρίκης κατεγράφησαν απ’ άκρο σε άκρο της πόλης αλλά και στα χωριά. Μέσα από τα χαλάσματα ακούγονταν κραυγές πόνου και βογγητά. Με αυτοθυσία πολλοί πολίτες εφόρμησαν στα χαλάσματα για την διάσωση εγκλωβισμένων.
Ακολούθησαν αλλεπάλληλες σεισμικές δονήσεις ενώ μία από αυτές, έγινε η αιτία για να πέσει και το άγαλμα του Σολωμού στην κεντρική πλατεία της πόλης.
Λίγες ώρες αργότερα η χαριστική βολή στην ήδη κατεστραμμένη πολιτεία δόθηκε με την σεισμική δόνηση 6,2 βαθμών της κλίμακας ρίχτερ, που έριξε όσα κτίρια δεν είχαν ως τότε καταρρεύσει. Ανάμεσά τους και το επιβλητικό καμπαναριό του Αγίου Διονυσίου. Κανένα σπίτι στην πόλη δεν μένει όρθιο παρά μόνο η εκκλησία του Αγίου Διονυσίου, το σχολείο του Άμμου, η Εθνική τράπεζα και η οικία Σαρακίνη στη σημερινή οδό Ελ. Βενιζέλου.
Τότε διακόπηκε η επικοινωνία του νησιού με τον έξω κόσμο και ο Λιμενάρχης του νησιού αναγκάστηκε να φύγει εσπευσμένα για την Κυλλήνη και από εκεί να δώσει την πρώτη ενημέρωση στις κρατικές αρχές για το μέγεθος της καταστροφής.
Βοήθεια από τη θάλασσα
Στο κέντρο της πόλης η φωτιά σιγά-σιγά κατάκαψε τα πάντα. Στις πλατείες και τα πλατώματα μετέφεραν τους τραυματίες. Το βράδυ έφτασε στη Ζάκυνθο το αρματαγωγό του Β.Ν. «Λήμνος» με εφόδια και υλικό. Στο πλοίο επέβαιναν ο βουλευτής Γκίγκης Βούλτσος, και ο Δήμαρχος Νίκος Φιλιώτης. Αργά το βράδυ έφτασε στο νησί ο υπουργός Εθνικής Άμυνας Παν. Κανελλόπουλος με τορπιλάκατο του Β.Ν. που πήγαινε προς την Κεφαλονιά και χάρη στην παρουσία του ζακυνθινού κυβερνήτη της, Σπ. Πετρόπουλου, προσέγγισε τη Ζάκυνθο.
Ο αείμνηστος πολιτικός άφησε στις αρχές του νησιού όλα τα εφόδια που διέθετε το πλοίο με ένα ποσό 100.000 δρχ. για τις πρώτες δαπάνες και αφού περιόδευσε την καιόμενη πολιτεία ενημέρωσε την κυβέρνηση και την επομένη το πρωί αναχώρησε. Στο μεταξύ η φωτιά είχε κάψει το μεγαλύτερο μέρος της πόλης.
Η πρώτη ουσιαστική βοήθεια θα φθάσει το πρωί της Πέμπτης Την 13 Αυγούστου 1953, με τα πλοία «Κωστάκης Τόγιας» και «Γλάρος» και περιλάμβανε υγειονομικό και χειρουργικό υλικό μαζί με γιατρούς και νοσοκόμες. Μαζί τους και οι απεσταλμένοι του αθηναϊκού τύπου Ελένη Βλάχου, Λάμπρος Κορομηλάς και Αλέκος Σακελάριος. Στο πλοίο επέβαινε και ο έτερος βουλευτής του νησιού Διον. Καρρέρ. Στις 9 το πρωί έφτασε ο βρετανικό καταδρομικό «Γκάμπια». Από το πλοίο κατέβηκαν πυροσβεστικές δυνάμεις με τα αναγκαία μέσα και ξεκίνησαν το έργο της κατάσβεσης.
Αργότερα την ίδια μέρα, έφθασε στη Ζάκυνθο ο αρχηγός των μεσογειακών βρετανικών δυνάμεων στη Μεσόγειο λόρδος Μαουντμάντεν που στο πρώτο του τηλεγράφημα χαρακτήρισε την κατάσταση στην πόλη της Ζακύνθου χειρότερη και απ’ αυτή της Χιροσίμας μετά τον βομβαρδισμό της.
Διάγγελμα Αλ. Παπάγου – Έκκληση για βοήθεια
Στην Αθήνα, ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Παπάγος μετά την ενημέρωση που είχε από τους αρμόδιους υπουργούς συγκάλεσε το Συντονιστικό κυβερνητικό συμβούλιο και αποφάσισε την παροχή βοήθειας στους σεισμόπληκτους. Παράλληλα, συγκροτήθηκε μεγάλη επιτροπή εράνου από την Αρχιεπισκοπή Αθηνών και ο Πρωθυπουργός με διάγγελμά του προς τον ελληνικό λαό έκανε έκκληση για βοήθεια.
Την Παρασκευή 14 Αυγούστου, έφτασε στη Ζάκυνθο το αρματαγωγό «Αλφειός» με σκηνές, εφόδια και φαρμακευτικό υλικό. Μία διμοιρία του Μηχανικού ανέλαβε την κατεδάφιση των καιόμενων κατοικιών. Ένα ακόμα επιταγμένο πλοίο, το «Άνδρος», κατέπλευσε στο νησί και παρέλαβε τραυματίες. Στο πλοίο επέβαινε και ο τότε Έφορος βυζαντινών αρχαιοτήτων Μανώλης Χατζηδάκης, που προσπάθησε να διασώσει ότι μπορεί από τα ερείπια των εκκλησιών.
Νεοζηλανδοί στρατιώτες ανέλαβαν το δύσκολο έργο της περισυλλογής των νεκρών. Άνοιξαν το δρόμο κατά μήκος του ποταμιού του Αγίου Χαραλάμπη μέχρι το κεντρικό νεκροταφείο. Στην είσοδο του νεκροταφείου δημιούργησαν τον πρώτο μαζικό τάφο.
Το ίδιο πρωί πραγματοποιήθηκε σύσκεψη στο καταδρομικό Γκάμπια υπό την προεδρία του Βρετανού ναυάρχου Μάουνμπάντεν και των τοπικών αρχών. Στη σύσκεψη αποφασίστηκε η δημιουργία επιτροπής για τον συντονισμό και την κατανομή της ξένης βοήθειας. Στόχος των ελληνικών και ξένων δυνάμεων ο περιορισμός της φωτιάς, η ανεύρεση επιζώντων και η αποφυγή επιδημιών.
Η διεθνής κοινότητα κινητοποιείται
Η τραγωδία των νησιών συγκίνησε τη διεθνή κοινότητα. Ο αρχηγός του 6ου αμερικάνικου στόλου Ναύαρχος Κάσσιντυ εγκαταστάθηκε στην Πάτρα και εφοδίασε με τρόφιμα και φάρμακα τα τρία νησιά που υπέστησαν καταστροφή. Σιγά-σιγά οργανώθηκε και ο διοικητικός μηχανισμός. Απλώθηκαν παντού σκηνές. Το μεσημέρι έφτασαν στη Ζάκυνθο ο τότε βασιλιάς Παύλος με τη σύζυγό του Φρειδερίκη και τον διάδοχο Κωνσταντίνο. Το απόγευμα από μια αναζωπύρωση της φωτιάς κάηκε και η ιστορική εκκλησία της Φανερωμένης με όλους τους θησαυρούς που έκρυβε μέσα στα ερείπια.
Συνεργεία Ελλήνων, Βρετανών και Αμερικάνων στρατιωτών προσπάθησαν να σβήσουν τις φωτιές και να βρουν τυχόν ζωντανούς κάτω από τα ερείπια.
Έφτασαν τρία ακόμα επιταγμένα πλοία και το αμερικάνικο πολεμικό «Ρόκμπριτζ» γεμάτα με φάρμακα, τρόφιμα και άλλο χρήσιμο υλικό. Το απόγευμα μπήκε στο λιμάνι και το βρετανικό καταδρομικό «Βερμούδες» σε αντικατάσταση του καταδρομικού «Γκάμπια». Μετέφερε είδη πρώτης βοήθειας και ελικόπτερο.
Οι επόμενες ημέρες βρήκαν τη Ζάκυνθο να προσπαθεί να «σταθεί στα πόδια της» μετά τα διαδοχικά χτυπήματα του Εγκέλαδου. Την Τρίτη 18 Αυγούστου, συστάθηκαν πέντε κέντρα εγκατάστασης και περίθαλψης σεισμοπαθών στο Σταυρό της Μπόχαλης, στους Κήπους, στην καμάρα του Αγίου Λαζάρου, στο Κρυονέρι και στην πλατεία Σολωμού και την επόμενη ημέρα κατέπλευσαν στο λιμάνι τα πλοία «Ιτέα» και «Συντ/άρχης Δαβάκης» με εφόδια.
Την ίδια ώρα στο Παρίσι μεταδιδόταν ραδιοφωνικά ανακοίνωση του Βορειοαταλαντικού συμφώνου (ΝΑΤΟ) με το οποίο εκφραζόταν η συγκίνηση για τις απώλειες από τους σεισμούς και η ικανοποίηση για τη συμπαράσταση των κρατών-μελών του προς την κυβέρνηση και το λαό της Ελλάδος. Το κυβερνητικό συντονιστικό συμβούλιο στην Αθήνα αποφάσισε την ίδρυση Υφυπουργείου αποκατάστασης σεισμοπλήκτων.
Τις επόμενες μέρες έφθασε στη Ζάκυνθο ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Παπάγος με το αντιτορπιλικό «Λέων» και περιόδευσε στους καταυλισμούς στην πόλη και τα χωριά. Αποσύρθηκε η απαγορευτική διάταξη μετακινήσεως του πληθυσμού ενώ την Δευτέρα 24 Αυγούστου η πληγωμένη Ζάκυνθος εόρτασε τον Άγιο της. Το σεπτό λείψανο περιφέρθηκε στην καθιερωμένη λιτανεία μέσα από τα χαλάσματα της πόλης.
Τέλος, άρχισε να φτάνει η ξένη βοήθεια σε ξυλεία, οικοδομικά υλικά και λυόμενα. Πολύ σημαντικά για την αποκατάσταση των σεισμοπλήκτων ήταν τα αποτελέσματα των διενεργηθέντων εράνων από την εκκλησία. Ξένες κυβερνήσεις απέστειλαν χρηματική βοήθεια και μεγάλο αριθμό λυόμενων κατοικιών. Η ζωή σιγά-σιγά άρχισε να επανέρχεται και οι κάτοικοι του πληγωμένου νησιού επαναδραστηριοποιήθηκαν και άρχισαν τα πάντα από την αρχή.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ