Κοινή δήλωση-διαμαρτυρία των βουλευτών Ηλείας της ΝΔ Κώστα Τζαβάρα και Ανδρέα
Νικολακόπουλου: «Η υγειονομική ασφάλεια των πολιτών της Ηλείας γίνεται στόχος
αντικοινωνικών και συντεχνιακών επιθέσεων»
Με πρόσφατη δημόσια δήλωσή τους οι βουλευτές Αχαΐας του ΣΥΡΙΖΑ καταφέρονται
εναντίον του Διοικητή της 6 ης Υγειονομικής Περιφέρειας (ΥΠΕ), κ. Ιωάννη Καρβέλη. Τον
κατηγορούν γιατί αποφάσισε στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του (άρθρο 3 παρ. 5 περ. 11
εδ. β Ν. 3329/2005) τη μετακίνηση ιατρικού προσωπικού των Φορέων Παροχής Υπηρεσιών
Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΦΠΥΥΚΑ) της Περιφέρειάς του για την κάλυψη των
εφημεριών και των λοιπών αναγκών λειτουργίας του Γενικού Νοσοκομείου Πύργου, που
παρουσιάστηκαν μετά την παραίτηση τριών παθολόγων ιατρών του νοσοκομείου αυτού
για να διεκδικήσουν θέση σε νοσοκομεία της Πάτρας.
Οι μετακινήσεις αυτές επιβλήθηκαν από την ανάγκη της απρόσκοπτης λειτουργίας του
Νοσοκομείου Πύργου στο οποίο, ως γνωστόν, λειτουργεί κλινική COVID-19 και αντίστοιχη
Μονάδα Εντατικής Θεραπείας που καλύπτουν τις ανάγκες της ευρύτερης περιοχής του
νομού Ηλείας, η οποία δεινώς δοκιμάζεται από την πανδημία του κορωνοϊού.
Κάτω από συνθήκες εκτάκτου ανάγκης, την ώρα που κοινωνία και πολιτεία αγωνίζονται να
αντιμετωπίσουν την πανδημία του κορωνοϊού, οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ προτιμούν, αντί να
ταχθούν με το μέρος της κοινωνίας, να γίνουν συνήγοροι υπεράσπισης κάποιων ιατρών
που καλούνται πρόσκαιρα να μεταβάλουν τις καθημερινές τους συνήθειες για να
προσφέρουν τις υπηρεσίες τους εκεί που ο υπέρτατος αγώνας για τη σωτηρία της
ανθρώπινης ζωής το επιτάσσει.
Άραγε οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ θα έμεναν αδιάφοροι στην περίπτωση που ο Διοικητής της
6 ης ΥΠΕ, κ. Ι. Καρβέλης, είχε μείνει απαθής απέναντι στον διαγραφόμενο κίνδυνο διακοπής
της παροχής υπηρεσιών υγείας προς τους πολίτες της Ηλείας (με ό,τι αυτό θα
συνεπαγόταν) και δεν διέτασσε τη μετακίνηση του αναγκαίου για την απρόσκοπτη
λειτουργία του Γενικού Νοσοκομείου Πύργου ιατρικού προσωπικού και μάλιστα σε αυτές
τις κρίσιμες ώρες της κοινής δοκιμασίας; Θέλουμε να πιστεύουμε ότι κάτι τέτοιο δεν θα
συνέβαινε γιατί προφανώς όλοι οι δημόσιοι λειτουργοί της Χώρας οφείλουμε να
διαθέτουμε την ίδια ευαισθησία στα θέματα προστασίας της δημόσια υγείας. Πάνω από
όλα όμως προέχει η ανεπιφύλακτη αποδοχή των αξιολογήσεων που προκύπτουν από τις
επιλογές του ίδιου του νομοθέτη, ο οποίος – όχι άνευ λόγου – έχει υπαγάγει σε ειδικό
καθεστώς προστασίας αλλά και υπευθυνότητας τη δημοσιοϋπαλληλική σχέση που συνδέει
τον ιατρό που υπηρετεί στο ΕΣΥ με το Δημόσιο Νομικό Πρόσωπο στο οποίο προσφέρει τις
υπηρεσίες του. Για αυτό και επιβάλλει σε αυτόν πρόσθετες υποχρεώσεις σε σχέση με τους
ιατρούς που υπηρετούν στον ιδιωτικό τομέα.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 29§2 του Υπαλληλικού Κώδικα (Ν. 3528/2007)
«εφόσον έκτακτες και εξαιρετικές υπηρεσιακές ανάγκες το επιβάλλουν, ο υπάλληλος
οφείλει να εργαστεί και πέρα από το χρόνο εργασίας ή σε μη εργάσιμες ημέρες». Αλλά και
ειδικότερα για τους ιατρούς του Ε.Σ.Υ. προβλέπεται στο άρθρο 13 παρ. 4 του Ν. 3204/2003,
ότι: «Οι ιατροί του Ε.Σ.Υ. όλων των βαθμών …. που υπηρετούν στα νοσοκομεία και στα
κέντρα υγείας υποχρεούνται σε εφημερία στο νοσοκομείο ή στο κέντρο υγείας, σύμφωνα
με τις ανάγκες των τμημάτων, εργαστηρίων και ειδικών μονάδων και εν γένει σύμφωνα με
τις ανάγκες για την απρόσκοπτη λειτουργία του νοσοκομείου ή του κέντρου υγείας» (που
υπηρετούν ή που καλούνται κατ’ άρθρο 3 παρ. 5 περ. 11 Ν. 3329/2005 να προσφέρουν τις
υπηρεσίες τους προσωρινά).
Κι όμως αυτές τις υποχρεώσεις αγόγγυστα τηρούν καθημερινά με την δράση τους και
τιμούν με τον αγώνα τους όλοι σχεδόν οι ιατροί και οι νοσηλευτές του ΕΣΥ, που μάχονται
στην πρώτη γραμμή κατά του κορωνοϊού, προσφέροντας όπου και να κληθούν με
αυταπάρνηση στον πάσχοντα συνάνθρωπο τις υπηρεσίες τους. Εκτός από την ισχνή
μειοψηφία εκείνων, που κάτω από τις δύσκολες αυτές περιστάσεις, προσπαθούν να
επιτύχουν το καλύτερο δυνατόν αποτέλεσμα για το άτομό τους, διεκδικώντας να πάρουν
«νομικά» αυτό που οφείλουν στην κοινωνία ηθικά και επιστημονικά.