Αύριο, από το Α’ Νεκροταφείο το τελευταίο αντίο στον ποιητή, που αποτελεί «το δοξασμένο κεφάλαιο της ελληνικής λαικής ψυχής, της μπολιασμένης στις τέχνες και την ελευθερία».
“Δεν είμαι εδώ για αυτούς που με ζητάνε/είναι κλειστό το μαγαζί και δεν πουλάμε” έγραφε με το γνωστό ύφος της αμέριμνης ελευθερίας σε έναν από τους μνημειώδεις στίχους του ο Μάνος Ελευθερίου που φεύγει από τη ζωή πλήρης εμπειριών,στα 80 του χρόνια. Μια ζεστή μέρα του Ιουλίου, την εποχή, δηλαδή, που δόξασε περισσότερο από οποιοδήποτε άλλη, την ώρα που η μοναξιά χτυπάει κόκκινο και τα ‘μαλαματένια λόγια’ μοιάζουν φευγαλέα όπως το κύμα. Δεν αγάπησε, άλλωστε, ποτέ τα ψυχρά κλίματα ή τις κρύες καρδιές και ήθελε τα τραγούδια του να τα δοξάζουν οι βασανισμένες λαικές ψυχές: δεν έγραψε για άλλον ποίηση παρά για τον μοναχικό φαντάρο, τον βασανισμένο τον ερημίτη, τον εγκαταλειμμένο αλλά περήφανο άνθρωπο που δεν αφήνει το φρόνημα του για ψεύτικες δόξες. Το ήξερε και αυτός καθώς μεγάλωσε τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής σε ένα μέρος όπου το εκλεπτυσμένο πνεύμα ήταν ταυτόσημο με τους αγώνες της μνήμης και της προσφυγιάς. Γιατί αν κάτι ήταν ο Ελευθερίου -το λέει και το επώνυμο ελεύθερος -πέρα από συγγραφέας, στιχουργός και ποιητής είναι σίγουρα Συριανός. 100 τα εκατό, στην σκέψη, την ιδιοσυγκρασία και τη θεώρηση.
Γεννημένος στην Ερμούπολη της Σύρου με ναυτικό πατέρα και ελεύθερο φρόνημα έμαθε στο εμβληματικό θέατρο, που χτίστηκε για να φιλοξενήσει σπουδαίες παραστάσεις και δρώμενα, πως οι τέχνες δεν πρέπει να μένουν μυστικές ορισμένες ένα κλειστό κοινό αλλά είναι για τον καθένα. Με αυτήν την πνευματικότητα να τον ακολουθεί σε κάθε του κίνηση μετοίκισε στην Αθήνα και στις αρχές της δεκαετίας του 50 αποφασίζει πως η δραματική τέχνη είναι η μοίρα του-και ποτέ, ακόμα και τη μουσική, δεν την έβγαλε έξω από τον τρόπο που στήνεται ένα θεατρικό έργο. Το 1955 γνωρίζεται με τον Άγγελο Τερζάκη και είναι αυτός που τον πείθει να γραφτεί στη σχολή Σταυράκου που τότε ευτύχησε να έχει δοξασμένα ονόματα του χώρου όπως ο αλησμόνητος Χρήστος Βαχλιώτης, ο Γιώργος Θεοδοσιάδης και ο Γρηγόρης Γρηγορίου, σπουδαίοι δάσκαλοί του και οι τρεις. Τον μαθαίνουν να σκέφτεται και να γράφει, να βλέπει θέατρο που τόσο αγαπά. Πήγαινε ως ακροατής στη Σχολή του Εθνικού και έβλεπε την Παξινού, τον Μινωτή, παρακολουθούσε τις κινήσεις τους, θαύμαζε το μεγαλεπήβολο πνεύμα τους. Για να ζήσει έκανε δουλειές του ποδαριού, κυρίως σε καφενεία του κέντρου της Αθήνας όπου φρόντιζε να κρυφακούει συζητήσεις και να εμπνέεται από τους ανθρώπους του λόγου. Τολμάει και ενώ δεν έχει πάει ακόμα στο στρατό να δώσει τα πρώτα του ποιήματα στον Άγγελο Τερζάκη και αυτός αναγνωρίζει το προφανές ταλέντο. Η πετριά υπάρχει: τα γράμματα, το θέατρο, οι εικόνες, οι σπουδαίο λόγοι των Ρώσων υπαρξιστών και των κλασικών φωλιάζουν στο μυαλό του. Φεύγει για το στρατό και εκεί, μπροστά σε μια παλιά γραφομηχανή, στα Γιάννενα του έρχεται η επιφοίτηση: δεν θέλει τίποτα άλλο στη ζωή του παρά να γράφει.
“Πως το φέραν η μοίρα και τα χρόνια/να μην ακούσεις ένα ποιητή” ομολογεί σε έναν του στίχο που θα μπορούσε να ποτίσει τη φλέβα ή να αποτελέσει την επιγραφή της πλούσιας από συναισθήματα και εμπειρίες ζωής του. Στα 24 γράφει την πρώτη του ποιητική συλλογή Συνοικισμός την οποία εκδίδει με δικά του χρήματα. Η μελοποιημένη ποίηση-δηλαδή οι υψηλοί στίχοι του Σεφέρη και του Ελύτη που ξεσηκώνουν τα πλήθη μέσα από τις μουσικές του Θεοδωράκη-δίνουν το στίγμα τού ποια πρέπει έκτοτε να είναι η ταυτότητα και η κατεύθυνσή του: το σταυροδρόμι του λόγου όπου το καθημερινό και το λαικό συναντά το ευγενές και το υψηλό. Και αυτό είναι συνολικά όλο το έργο του: από την περιβόητη Μαρκίζα, που ο ίδιος θεωρούσε το καλύτερο τραγούδι του μέχρι τον Άμλετ που έγραψε για τον Γιώργο Χειμωνά, τα διηγήματα και τα τραγούδια του για τον Κάφκα, τους στίχους του για τον μοναχικό φαντάρο-που ήταν τελικά ο ίδιος στο μελοποιημένο από τον Μίκη Τρένο φεύγει στις οκτώ ή τη Θητεία που άρχισε να τη γράφει την περίοδο της Χούντας: “Για την ακρίβεια, η Θητεία, ήταν όπερα για το Γρηγόρη Λαμπράκη “ έλεγε ο ίδιος χαρακτηριστικά. “Είχα πάει στην κηδεία του Λαμπράκη, αλλά και του Γεωργίου Παπανδρέου και του Σωτήρη Πέτρουλα. Ο Πέτρουλας έμενε κάπου στην Ακαδημία Πλάτωνος, είχαμε περπατήσει μέσα σε κάτι λιβάδια ήτανε, σιτοβολώνες ήτανε και φτάσαμε στο σπίτι του βράδυ, ήταν η μάνα του εκεί θυμάμαι με κάτι γυναίκες, οι αδερφές του με κάτι κεριά αναμμένα εκεί πέρα και θυμάμαι τη μάνα του που λέει σε μια στιγμή: «εγώ είμαι βέργα τ’ αρμυρού, κι ό,τι μου τύχει το μπορού». Απαπααα, τρελάθηκα. Τώρα του αρμυρού νερού, που η βέργα, το φυτό, γίνεται ντούρο στο νερό μέσα, του Αλμυρού της περιοχής, ποιος ξέρει” κατέληγε περιγράφοντας το χρονικό μιας από τις πιο συγκλονιστικές στιγμές στην ιστορία του τραγουδιού.
Για την ακρίβεια περιέγραφε αυτούς τους στίχους, τους βγαλμένους από την πιο οδυνηρή αλήθεια της πραγματικότητας που μόνο αυτός ήξερε να μεταστοιχειώνει με τόσο μοναδικό τρόπο σε βίωμα. Όλοι του σχεδόν οι στίχοι είναι άλλωστε βουτηγμένοι στον πόνο ή το αίμα: Ακόμα και το «κι άλλος στης Σύρας τα στενά, αίμα και δάκρυα πίνει» το εμπνεύστηκε από τους Σμυρνιούς της Σύρας που από 8.000 είχαν μείνει τελικά μόλις 1.50ο. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς από όλα αυτά τα αριστουργήματα που έχει τραγουδήσει όλη η Ελλάδα, άνθρωποι διαφορετικών ηλικιών και κατευθύνσεων; Το “Ποιος τη ζωή μου”; τα περίφημα Τραγούδια του Αγώνα, αιώνια σύμβολα αντίστασης και αντοχής, δημοκρατικής ελευθερίας και επανάστασης ή τα “Τροπάρια για φονιάδες” σε μουσική Θάνου Μικρούτσικου και πάλι με στίχους που αναπαριστούν όλο το χρονικό της ελληνικής Αντίστασης. Ακόμα και τα “Μαλαματένια λόγια” ενώ μοιάζουν με έναν τρυφερό παιάνα ουσιαστικά μιλάνε για όλους όσοι “Γυρίσανε σημαδεμένοι/απ’του καιρού την άγρια πληρωμή/στο μεσοστράτι τέσσερις άνεμοι/τους πήρανε σεργιάνι μια στιγμή/και βρήκανε τη φλόγα που δεν τρέμει/και το μαράζι δίχως αφορμή”.
Όπως έγραφε χαρακτηριστικά ο ομότεχνος του, από κάθε άποψη, Θωμάς Κοροβίνης ο οποίος έχει ασχοληθεί ενδελεχώς με το έργο του: “Ο Ελευθερίου είναι ο ποιητής – ραψωδός με κεφαλαίο Π του ελληνικού τραγουδιού, ο συγγενέστερος στο πνεύμα του Γκάτσου, χωρίς να τον μιμείται, χωρίς να είναι ακριβώς ο διάδοχος μα που σίγουρα έχει δασκαλευτεί απ’ αυτόν. Έμμεσα έστω. Κι από έναν άλλο δρόμο, βέβαια, ο στενός συγγενής με τους προαναφερθέντες τεχνίτες του λαϊκού λόγου. Με την Παπαγιαννοπούλου, ίσως, περισσότερο. Ο Ελευθερίου είναι ο δημιουργός ποιητικού λόγου στο τραγούδι, ο οποίος εκφράζει σήμερα την επιτομή της πετυχημένης σύζευξης και του αρμονικού συνδυασμού ποίησης-λαϊκής στιχουργίας ως κορυφαίος του είδους.“ Και έχει απόλυτο δίκιο: ποτέ η ποιητική του ιδιότητα δεν μπόρεσε να διαχωρισθεί από την ικανότητα του να στήνει κάθε λογής στίχους ανάγοντας έτσι μια λαικότροπη τέχνη σε λογοτεχνική στιγμή. Το ίδιο έκανε και με τις μικρές διαμαντένιες ιστορίες του ή τα μυθιστορήματα που αποκάλυψαν με ενάργεια ο,τι περισσότερο αγαπούσε: το θέατρο και το αγαπημένο του νησί. Η Σύρος είναι η μόνιμη πρωταγωνίστρια σε όλα του σχεδόν τα βιβλία τον Καιρό των Χρυσανθέμων που τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας έως τα Μαύρα Μάτια για τον κατεξοχήν συνθέτη της Σύρου Μάρκο Βαμβακάρη.
Στον Καιρό των Χρυσανθέμων ξεδιπλώνει την ιστορία της Ευαγγελίας Παρασκευοπούλου η οποία κατέφθασε στα τέλη του 19ου αιώνα στην Ερμούπολη και σε εκείνο το αποχαιρετιστήριο δείπνο που έμελλε να δώσει αποκαλύφθηκαν όλα τα μυστικά τόσο τα δικά της όσο και της πρωτεύουσας. Μια ένδοξη θεατρίνα θα είναι και η πρωταγωνίστρια στη “Γυναίκα που πέθανε δυο φορές” όπου αφηγείται την πραγματική ιστορία της δολοφονημένης από τους αντάρτες Ελένης Παπαδάκη. Εκείνος ο ταγμένος στο πλευρό της Αριστεράς ήξερε να βλέπει και την αντίθετη όψη-γι αυτό και έμεινε έξω από τα κομματικά παιχνίδια, όσο και αν του ζητήθηκε να αναμειχθεί στην πολιτική ζωή. Και επειδή παθιαζόταν με ο,τι και αν καταπιανόταν, φρόντισε να αναλάβει και όλο το αρχείο της γνωστής ηθοποιού λέγοντας πως δεν μπορούσε ποτέ να φύγει από το μυαλό του ο τελευταίος της ρόλος ως Εκάβης. Πάντα στο μυαλό του το φανταστικό ταυτιζόταν με το πραγματικό και ο χώρος του θεάτρου με αυτόν της καθημερινότητας.
Άλλωστε αν ήσουν προβλέψιμος, ενδεχομένως να μην χωρούσες στον κόσμο του που φρόντιζε σε κάθε του βήμα να έχει στοιχεία θεατρικότητας: από το ντύσιμό του με την τραγιάσκα και τα επιμελώς διαλεγμένα γιλέκα, την σκαλιστή μαγκούρα με την ασημένια λαβή έως τους αβρούς τρόπους, τον γεμάτο ποιητικότητα λόγο του. Ο Μάνος Ελευθερίου ήταν το δοξασμένο κεφάλαιο της ελληνικής λαικής ψυχής μπολιασμένης στις τέχνες και την ελευθερία. Ή όπως λέει και πάλι ο Θωμάς Κοροβίνης: “Ο Ελευθερίου είναι εραστής του απροσδόκητου, θιασώτης του ετοιμόγκρεμνου, λάτρης του απολησμονημένου, ανάδοχος παραγκωνισμένων κομπάρσων και συλλέκτης ανεπίδοτων ηδονών. Ο «πόνος των ανθρώπων και των πραγμάτων» καθορίζει την τέχνη του και ανιχνεύεται στις πηγές της παπαδιαμάντειας ταπεινοφροσύνης, στις οποίες καταφεύγει για να συντηρήσει την ανθρωπιά του και να μεταλαμπαδεύσει τις αξίες του”.