Ο κ. Μητσοτάκης ευχήθηκε στην παράταξη μας να ασκήσει υπεύθυνη
αντιπολίτευση. Βέβαια, το Κίνημα Αλλαγής ήταν το μόνο κόμμα που άσκησε και
θα συνεχίσει να ασκεί υπεύθυνη και δομική αντιπολίτευση, κατέθεσε προτάσεις,
συναίνεσε όπου έπρεπε και διαφώνησε όπου έκρινε αναγκαίο.
Ό,τι ‘’εύχεται’’, λοιπόν, ο κ. Μητσοτάκης θα το έχει, είμαι όμως πεπεισμένος ότι
δεν θα του αρέσει.
Η κυβέρνηση πολιτικοποίησε υπέρ το δέον την πανδημία, βλέποντας στις
δημοσκοπήσεις ότι είχε πολιτικό όφελος. Δεν κατανόησε, όμως, τα
χαρακτηριστικά της με αποτέλεσμα τα μέτρα που έπαιρνε μετά το πρώτο lock
down να είναι ευκαιριακά, καθυστερημένα και όπως στην πράξη αποδεικνύεται
αναποτελεσματικά.
Από τους πρώτους κιόλας μήνες, όταν στο Μαξίμου είχαν αρχίσει να
αλληλοσυγχαίρονται δημοσίως και να πανηγυρίζουν για το ‘’μοναδικό επίτευγμα
της Νέας Δημοκρατίας να καταπολεμήσει την πανδημία’’, εμείς κρούαμε τον
κώδωνα του κινδύνου και προτείναμε την πραγματική ενίσχυση του ΕΣΥ μαζί με
στοχευμένα μέτρα για την οικονομία, με ορίζοντα τον δύσκολο χειμώνα που
ερχόταν.
Ο πρωθυπουργός, όμως, «πήρε τη μεζούρα» και μετρούσε το πολιτικό κόστος, σε
κάθε απόφαση ή μέτρο που πρότειναν οι επιστήμονες. Έδωσε πρώτος το μήνυμα
της χαλάρωσης, μετά κήρυξε το τέλος της πανδημίας, ενώ «κουνούσε το
δάχτυλο» στους πολίτες, στους νέους που δεν πειθαρχούν και πρόσφατα στους
πολίτες άνω των 60, επιμερίζοντας ευθύνες για την έξαρση της πανδημίας.
Ούτως ή άλλως το ΕΣΥ, για τη Νέα Δημοκρατία είναι μια «πολυτέλεια», ξένο
σώμα στη φιλοσοφία της. Και αν δεν υπήρχε η πανδημία, θα είχε προχωρήσει
στο σχέδιο της, για την ιδιωτικοποίηση των δημόσιων δομών υγείας.
Και αυτή η ιδιωτικοποίηση είναι ένα από τα βασικά παραδείγματα των
ιδεολογικών διαφορών μας. Διαφορές που έγιναν εμφανείς και με την κατάθεση
του προϋπολογισμού. Ένας συντηρητικός, μεταβατικού και διαχειριστικού
χαρακτήρα προϋπολογισμός, όχι με οικονομικούς όρους αλλά με όρους
πολιτικού και κομματικού σχεδιασμού.
Ένας προϋπολογισμός χωρίς όραμα που δεν μπορεί να πάει μακριά. Ένας
προϋπολογισμός που, σε συνδυασμό με το πρόγραμμα ‘’Ελλάδα 2.0’’ επιχειρεί
ένα βίαιο ανασχεδιασμό της δομής της ελληνικής οικονομίας με τις ελληνικές
επιχειρήσεις να περιορίζονται σε μεταπρατικό και συμπληρωματικό ρόλο.
Ένας προϋπολογισμός ‘’σχέδιο επί χάρτου’’, αφού προσδοκά περισσότερα
φορολογικά έσοδα για το 2022, όπως ακριβώς και για το 2021, παρ’ όλο που
φέτος αυξήθηκαν και οι απλήρωτοι φόροι και τα ληξιπρόθεσμα χρέη, με το
πραγματικό ιδιωτικό χρέος να υπερβαίνει τα 250 δις ευρώ!
Αυτή είναι η αλήθεια για τον προϋπολογισμό, όσο και αν προσπαθεί να κρυφτεί
πίσω από δήθεν φοροελαφρύνσεις, φουσκωμένους δείκτες ανάπτυξης και
υποτιθέμενη εισροή επενδυτικών κεφαλαίων από το εξωτερικό. Ο τρόπος δε που
οι επενδύσεις αυτές «έρχονται», δια στόματος των υπουργών, θυμίζουν
Ελληνικές ποδοσφαιρικές ομάδες στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, για τις οποίες
κάθε χρόνο ενδιαφέρονταν Άραβες και Αμερικάνοι επενδυτές…
Ελλείψει αξιωματικής αντιπολίτευσης, όμως, ο κ.Μητσοτάκης και η κυβέρνηση
του θεωρούν ότι έχουν λευκή επιταγή να διαπραγματεύονται ανεξέλεγκτοι το
μέλλον της χώρας μας.
Το ΠΑΣΟΚ ήταν το τελευταίο «αγκάθι» στα σχέδια τους και πλέον η νέα δυναμική
του τους τρομάζει.
Τρομάζει το ότι δεν αποτελούμε πλέον δεξαμενή ψηφοφόρων και στελεχών,
αλλά είμαστε εδώ για να απαιτήσουμε τις λύσεις που χρειάζονται οι πολίτες.
Και γι’ αυτό, υπεροπτικά σκεπτόμενος, ο πρωθυπουργός «ευχήθηκε» υπεύθυνη
αντιπολίτευση, προσπαθώντας να μειώσει πολιτικά τον πραγματικό του
ιδεολογικό αντίπαλο, το ΠΑΣΟΚ.
Όπως λέει, όμως, μια παροιμία ‘’πρόσεχε τι εύχεσαι γιατί πολλές φορές η ευχή
σου μπορεί να γίνει πραγματικότητα…’’