Ο διπλωματικός δίαυλος με την Τουρκία πρέπει να είναι πάντα ανοιχτός. Η
Ελλάδα, ως μέλος του δυτικού συστήματος ασφαλείας, οφείλει αυτό να το
αποδεικνύει έμπρακτα.
Ελλάδα και Τουρκία επιβάλλεται να συνομιλούν, αλλά το κρίσιμο
διακύβευμα είναι η ατζέντα αυτών των συνομιλιών που πρέπει πάντα να
διέπεται από τις αρχές του διεθνούς δικαίου.
Αυτή είναι μια πάγια θέση του ΠΑΣΟΚ, του Κινήματος Αλλαγής, αλλά και μία
πάγια εθνική θέση.
Από εκεί και πέρα , οφείλουμε να προχωρήσουμε σε μερικές επισημάνσεις:
1) Η συνάντηση φαίνεται να προκύπτει ως προϊόν της διπλωματικής
στρατηγικής της γειτονικής χώρας, μέσα σε ένα πλαίσιο ευρύτερων
πρωτοβουλιών (συνάντηση ΥΠΕΞ Ρωσίας-Ουκρανίας, αποκατάσταση
σχέσεων με Ισραήλ-ΗΑΕ-Αρμενία κ.α.) που εμφανίζουν την Τουρκία ως
εγγυητή της ασφάλειας και σε εναρμόνιση με το δυτικό σύστημα ασφάλειας
και την Ευρώπη
2) Για δεύτερη φορά (η πρώτη τον Ιούλιο του 2020) η ελληνική κοινή γνώμη
ενημερώνεται από τα τουρκικά ΜΜΕ-και όχι από την κυβέρνηση- για μια
σημαντική εξέλιξη, όπως είναι η συνάντηση του Έλληνα πρωθυπουργού με
τον Τούρκο πρόεδρο
3) Η αμήχανη στάση της ελληνικής πλευράς που αρχικά ούτε διέψευσε αλλά
ούτε και επιβεβαίωσε τη συνάντηση αυτή, δεν λειτουργεί υπέρ της
αξιοπιστίας αλλά και της αναγκαιότητας του διαλόγου. Αντίθετα, στην
Ελληνική κοινή γνώμη αυτή η αμηχανία δημιουργεί εύλογα ερωτηματικά
και αφήνει έδαφος για να αναπτυχθούν δεύτερες σκέψεις.
4) Η θεωρία της ‘’γαλάζιας πατρίδας’’ εντάσσεται στη διαρκή προσπάθεια
της Τουρκίας να εγγράψει στην ατζέντα των συνομιλιών ζητήματα, όπως η
αναθεώρηση συνθηκών και η αμφισβήτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων
της χώρας μας, μέσα από ανιστόρητες διεκδικήσεις που αμφισβητούν την
ισχύ εφαρμογής του διεθνούς δικαίου.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπάρχουν ισχυροί κύκλοι στην Άγκυρα που δεν
επιθυμούν μια ελληνοτουρκική προσέγγιση και συνεννόηση με βάση τους
κανόνες του διεθνούς δικαίου. Καμία αναθεωρητική δύναμη, άλλωστε, δεν
αποδέχεται αυτούς τους κανόνες.
Η εθνική στρατηγική εξακολουθεί να αποτελεί ζητούμενο. Στον κρίσιμο και
ευαίσθητο τομέα των διπλωματικών και αμυντικών σχέσεων (και δη των
ελληνοτουρκικών σχέσεων), η εθνική στρατηγική δεν αποτελεί απλά
ζητούμενο, αλλά μετατρέπεται σε εθνική αναγκαιότητα.
Αναγκαιότητα που απαιτεί συναίνεση και συνεννόηση σε κορυφαίο
θεσμικό επίπεδο στα μείζονα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Ένα ισχυρό
μήνυμα στην ελληνική κοινωνία, ένα ακόμα πιο ισχυρό μήνυμα σε εταίρους
και συμμάχους.
Δυστυχώς, ο κ.Μητσοτάκης δεν θεωρεί χρήσιμο κάτι τέτοιο, όπως φάνηκε
και στην περίπτωση των αποφάσεων που ελήφθησαν για την εισβολή της
Ρωσίας στην Ουκρανία. Πιστεύει ότι για αυτά τα ζητήματα, είναι δικές του
και μόνο δικές του οι αποφάσεις.
Κάνει το ίδιο λάθος που έκανε ο κ.Τσίπρας με τη συμφωνία των Πρεσπών.
Η άσκηση όμως της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής δεν είναι
προσωπική ή κομματική υπόθεση. Χαρισματικοί ηγέτες, όπως ο Ανδρέας
Παπανδρέου και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δεν είχαν αυτή τη νοοτροπία.
Αντίθετα, σε κρίσιμες περιόδους, όπως το 1974 και στην κρίση του Μαρτίου
του 87, επέλεξαν το δρόμο της συνεννόησης με τις άλλες πολιτικές δυνάμεις
της χώρας.
Η Ελλάδα είναι μια δυτική κοινοβουλευτική δημοκρατία και ένας από τους
θεσμούς αυτής της δημοκρατίας – άτυπος αλλά με ηθική και πολιτική ισχύ –
είναι το συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών. Αυτό που με τόση ευκολία
απαξίωσε και ουσιαστικά έθεσε υπό κατάργηση ο Έλληνας πρωθυπουργός.