Για την στρατηγική στο θέμα της μόδας, τον τρόπο και τη λογική πίσω από κάθε ρούχο που επέλεγε να φορέσει μιλάει η Μισέλ Ομπάμα στο νέο της βιβλίο «Becoming» αποκαλύπτοντας πως η ίδια έφτασε στο σημείο να πιστεύει ότι τα ρούχα της είχαν πολλές φορές μεγαλύτερη σημασία από ό,τι είχε να πει.
Το απόσπασμα από το βιβλίο της, δημοσιεύτηκε στο Elle και η πρώην Πρώτη Κυρία περιγράφει λεπτομερώς την εξέλιξη του στυλ της, το πώς επέλεγε τους σχεδιαστές και την περίπλοκη σχέση που είχε με το να κρίνεται από τα μέσα ενημέρωσης για τα ρούχα της κατά την διάρκεια της προεδρίας του συζύγου της, Μπαράκ Ομπάμα.
Διαβάστε όσα αποκαλύπτει στο βιβλίο της:
Κάποια στιγμή κατά την διάρκεια της εκστρατείας του Μπαράκ, οι άνθρωποι άρχισαν να δίνουν προσοχή στα ρούχα μου. Ή τουλάχιστον τα μέσα ενημέρωσης έδωσαν προσοχή, γεγονός που προκαλούσε κάθε είδους σχόλιο στο διαδίκτυο. Τα μαργαριτάρια μου, οι ζώνες μου, οι ζακέτες μου, τα φορέματά μου από το J. Crew, η φαινομενικά θαρραλέα επιλογή μου να φορέσω λευκό φόρεμα στην ορκωμοσία – όλα φαίνονταν να προκαλούν μια συγκέντρωση απόψεων και στιγμιαία αντίδραση. Φόρεσα ένα μελιτζανί φόρεμα χωρίς μανίκια στην ομιλία του Μπαράκ στο συνέδριο του Κογκρέσου και ένα μαύρο αμάνικο φόρεμα για την επίσημη φωτογράφισή μου στο Λευκό Οίκο και ξαφνικά τα χέρια μου έγιναν πρωτοσέλιδο. Κάποια στιγμή, το καλοκαίρι του 2009, πήγαμε ένα οικογενειακό ταξίδι στο Grand Canyon και έγινε σάλος για την φαινομενική έλλειψη αξιοπρέπειας όταν φωτογραφήθηκα να βγαίνω από το Air Force One (σε θερμοκρασία 41 βαθμών Κελσίου) φορώντας ένα σορτσάκι.
Φαινόταν πως τα ρούχα μου είχαν μεγαλύτερη σημασία για τους ανθρώπους από όσα είχα να πω.
Στο Λονδίνο κατέβηκα από το βάθρο μετά από ομιλία μου στα κορίτσια της σχολής Elizabeth Garrett Anderson, με δάκρυα στα μάτια, και το πρώτο ερώτημα που απηύθυνε ένας δημοσιογράφος σε έναν από τους βοηθούς μου ήταν «ποιος έφτιαξε το φόρεμά της;».
Αυτό το πράγμα με κατέστρεψε, αλλά προσπάθησα να το αξιοποιήσω ως μια ευκαιρία να μάθω, να χρησιμοποιώ την δύναμη που μπορούσα να βρω μέσα σε μία κατάσταση που δεν είχα επιλέξει ποτέ για τον εαυτό μου. Αν οι άνθρωποι ξεφύλλιζαν ένα περιοδικό κυρίως για να δουν τα ρούχα που φορούσα, ήλπιζα πως θα έβλεπαν επίσης την σύζυγο του στρατιωτικού που στεκόταν δίπλα μου ή να διαβάσουν όσα είχα να πω για την υγεία των παιδιών.
Γνώριζα λίγα πράγματα για την μόδα, όχι πολλά. Ως εργαζόμενη μητέρα, ήμουν πολύ απασχολημένη για να σκεφτώ πολύ αυτά που φορούσα. Κατά την διάρκεια της εκστρατείας του Μπαράκ, έκανα τα περισσότερα ψώνια μου από μια μπουτίκ στο Σικάγο, όπου είχα την καλή τύχη να γνωρίσω μια νεαρή πωλήτρια με το όνομα Μέρεντιu Κουπ.
Η Μέρεντιθ, που μεγάλωσε στο Σεντ Λούις, ήταν αιχμηρή και είχε γνώσεις για τους διάφορους σχεδιαστές. Μετά την εκλογή του Μπαράκ, κατάφερα να την πείσω να μετακομίσει στην Ουάσινγκτον και να συνεργαστεί μαζί μου ως προσωπική μου βοηθός και στιλίστρια. Πολύ γρήγορα, έγινε και αξιόπιστη φίλη.
Μερικές φορές το μήνα, η Μέρεντιθ έφερνε αρκετά ρούχα στο μπουντουάρ μου και περνούσαμε μία με δύο ώρες δοκιμάζοντάς τα, συνδυάζοντας ρούχα με τις εκδηλώσεις στις οποίες έπρεπε να παραστώ τις ερχόμενες εβδομάδες. Πλήρωνα για όλα τα ρούχα και τα αξεσουάρ μου – με εξαίρεση ορισμένα αντικείμενα όπως οι τουαλέτες που φορούσα σε επίσημα γεγονότα και που μου έδιναν οι σχεδιαστές και αργότερα θα δωρίζονταν στο Εθνικό Αρχείο, ακολουθώντας την δεοντολογία της παράδοσης του Λευκού Οίκου.
Όσον αφορά στις επιλογές μου, προσπαθούσα να είμαι κάπως απρόβλεπτη, για να αποτρέψω οποιονδήποτε να αποδώσει οποιοδήποτε μήνυμα σε αυτό που φορούσα. Ήταν μια λεπτή ισορροπία. Υποτίθεται ότι έπρεπε να ξεχωρίζω χωρίς να επισκιάζω τους άλλους, να ταιριάζω με το περιβάλλον αλλά να μην είμαι αόρατη. Ως μαύρη γυναίκα, επίσης, ήξερα ότι θα με επέκριναν αν έδινα την εντύπωση πως ήμουν επιδεικτική ή σνομπ, ενώ από την άλλη θα με επέκριναν αν ήμουν πολύ απλή. Γι’ αυτό τα ανακάτευα. Συνδύαζα μια φούστα Michael Kors με ένα μπλουζάκι από το Gap. Φορούσα κάτι από το Target την μία μέρα και την επόμενη Diane von Furstenberg. Ήθελα να τραβήξω την προσοχή και να δοξάσω τους Αμερικανούς σχεδιαστές, ειδικά εκείνους που ήταν λιγότερο καταξιωμένοι, έστω κι αν εκνεύριζα κάποιους της παλαιάς φρουράς, συμπεριλαμβανομένου του Oscar de la Renta, που ήταν αναμφισβήτητα δυσαρεστημένος που δεν φορούσα τις δημιουργίες του. Για μένα, οι επιλογές μου ήταν απλώς ένας τρόπος να χρησιμοποιήσω την περίεργη σχέση μου με το ενδιαφέρον του κοινού για να προωθήσω ένα διαφορετικό σύνολο.
Απαιτούσε χρόνο, σκέψη και χρήματα – τα περισσότερα χρήματα που είχα ξοδέψει ποτέ για ρούχα.
Απαιτούσε επίσης προσεκτική έρευνα από την Μέρεντιθ, ιδιαίτερα για τα ταξίδια στο εξωτερικό.
Περνούσε ώρες ολόκληρες φροντίζοντας ώστε οι σχεδιαστές, τα χρώματα και το στυλ που επιλέγαμε να εκφράζουν το δέοντα σεβασμό προς τους ανθρώπους και τις χώρες που επισκεπτόμασταν.
Η Μέρεντιθ επίσης ψώνιζε για την Σάσα και την Μαλία για τις δημόσιες εμφανίσεις τους, κάτι που διόγκωνε την συνολική δαπάνη, αλλά είχαν κι αυτές επάνω τους το βλέμμα του κοινού. Μερικές φορές αναστέναζα, βλέποντας τον Μπαράκ να βγάζει το ίδιο σκούρο κοστούμι του από την ντουλάπα του και να πηγαίνει στη δουλειά χωρίς να χρειάζεται καν να χτενιστεί.
Ήμασταν προσεκτικές, η Μέρεντιθ κι εγώ, ώστε να είμαστε πάντα προετοιμασμένες.
Στο μπουντουάρ μου, δοκίμαζα ένα καινούριο φόρεμα και σήκωνα ψηλά τα χέρια μου, έκανα βαθιά καθίσματα και απότομες κινήσεις για να είμαι βέβαιη ότι μπορούσα να κινηθώ. Οτιδήποτε πολύ περιοριστικό, το έβαζα πάλι πίσω στο ράφι.
Όταν ταξίδευα, έπαιρνα εφεδρικά ρούχα, προβλέποντας μεταβολές στον καιρό και το χρονοδιάγραμμα, για να μην αναφερθώ στα εφιαλτικά σενάρια που αφορούσαν χυμένο κρασί ή σπασμένα φερμουάρ.
Έμαθα επίσης, ότι ήταν σημαντικό πάντα, ανεξάρτητα από όλα, να έχω μαζί μου ένα φόρεμα κατάλληλο για κηδεία, επειδή μερικές φορές καλούσαν τον Μπαράκ τελευταία στιγμή για να είναι παρών στην κηδεία κάποιο στρατιώτη, γερουσιαστή ή ηγέτη.
Κατέληξα να εξαρτώμαι σε μεγάλο βαθμό από την Μέρεντιθ, αλλά και εξίσου από τον Τζόνι Ράιτ, τον αεικίνητο κομμωτή μου με το γάργαρο γέλιο και τον Καρλ Ρέι, τον μακιγιέρ μου. Μαζί, οι τρεις τους (που η ομάδα μου τους αποκαλούσε trifecta), μου έδωσαν την εμπιστοσύνη μου χρειαζόμουν για να βγαίνω στο κοινό κάθε μέρα και όλοι μας γνωρίζαμε ότι ένα στραβοπάτημα θα οδηγούσε σε μπαράζ γελοιοποίησης και μοχθηρών σχολίων.
Ποτέ δεν περίμενα ότι θα γινόμουν κάποια που θα προσλάμβανε άλλους για να φροντίζουν την εικόνα μου και στην αρχή η ιδέα ήταν δυσάρεστη.
Αλλά γρήγορα ανακάλυψα μια αλήθεια για την οποία κανείς δεν μιλάει: Σήμερα, σχεδόν κάθε γυναίκα στη δημόσια ζωή – πολιτικοί, διασημότητες, πες το όπως θέλεις – έχουν μια κάποια έκδοση της Μέρεντιθ, του Τζονι και του Καρλ. Είναι προαπαιτούμενο, ένα αντίτιμο για τα δύο μέτρα και σταθμά που επικρατούν στην κοινωνία μας.
Πηγή: iefimerida.gr