«Η ΕΕ έστειλε ένα μήνυμα αλληλεγγύης, ενότητας και αποφασιστικότητας. Η άρση κάθε μονομερούς ενέργειας αποτελεί προϋπόθεση για την βελτίωση των σχέσεων με την Τουρκία», είπε ακόμα ο πρωθυπουργός.
Την ικανοποίηση της Αθήνας για τα συμπεράσματα της Συνόδου Κορυφής εξέφρασε ο Έλληνας πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, προσερχόμενος στο Συμβούλιο για τις εργασίες της δεύτερης ημέρας της Συνόδου. Ο κ. Μητσοτάκης ανέφερε ότι η ΕΕ «κατέστησε, όμως, και απολύτως σαφές ποιες θα είναι οι επιπτώσεις σε περίπτωση που η Τουρκία συνεχίσει την επιθετική συμπεριφορά».
Συγκεκριμένα, ο Έλληνας πρωθυπουργός υπογράμμισε: «H EE έστειλε ένα σαφές μήνυμα ενότητας, αλληλεγγύης και αποφασιστικότητας. Ξεκαθάρισε με απόλυτη σαφήνεια ότι η άρση κάθε μονομερούς ενέργειας αποτελεί προϋπόθεση για τη βελτίωση των σχέσεων ΕΕ και Τουρκίας, κάτι το οποίο όλοι μας επιθυμούμε. Κατέστησε όμως και απολύτως σαφές ποιες θα είναι οι επιπτώσεις σε περίπτωση που η Τουρκία συνεχίσει την επιθετική συμπεριφορά. Η Ελλάδα είναι απολύτως ικανοποιημένη από τα συμπεράσματα της Συνόδου Κορυφής και προσβλέπουμε το συντομότερο δυνατόν στην έναρξη των διερευνητικών επαφών όπως εξάλλου και τα δύο μέρη έχουν δεσμευτεί».
Όλο το παρασκήνιο και η ολονυχτία
Με θετικό τρόπο για την Ελλάδα και την Κύπρο έληξε το ολονύχτιο θρίλερ στις Βρυξέλλες, καθώς οι ηγέτες των 27 συμφώνησαν στο κείμενο των συμπερασμάτων της Συνόδου Κορυφής για την Τουρκία.
Χρειάστηκαν πάντως σκληρές διαπραγματεύσεις με εντάσεις, διακοπές και ανατροπές, καθώς δύο φορές τα προσχέδια που παρουσιάστηκαν από τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σαρλ Μισέλ δεν έγιναν αποδεκτά από την ελληνική και την κυπριακή πλευρά. Τελικώς, λίγο μετά τις 2 ώρα Ελλάδος βγήκε «λευκός καπνός».
“Το κείμενο αντανακλά τις θέσεις μας”
Όπως τόνιζαν κυβερνητικές πηγές, το κείμενο των συμπερασμάτων της Συνόδου Κορυφής, όπως διαμορφώθηκε στην τελική του εκδοχή, αντανακλά τις βασικές θέσεις της Ελλάδας και όσα είχε αναφέρει στη δήλωσή του προσερχόμενος στη Σύνοδο ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Κυρίως, δηλαδή, ότι δεν μπορούν να γίνουν ανεκτές μονομερείς ενέργειες εκ μέρους της Άγκυρας και η ακραία ρητορική της, αλλά και ότι θα πρέπει ν’ ακολουθηθεί ένας διάλογος, ο οποίος στηρίζεται στο Διεθνές Δίκαιο και τους κανόνες καλής γειτονίας.
Οι ίδιες πηγές αναφέρουν ότι η διαπραγμάτευση στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ήταν δύσκολη, αλλά το τελικό κείμενο είναι κατά πολύ καλύτερο από αυτό που αρχικά παρουσιάστηκε και αυτό αφορά τόσο την Ελλάδα όσο και την Κύπρο.
Το πιο σημαντικό για την ελληνική πλευρά είναι ότι η αναφορά στο κείμενο για τις κυρώσεις σε βάρος της Άγκυρας, και παρ’ ότι δεν περιέχει τον συγκεκριμένο όρο “κυρώσεις” (sanctions), είναι πολύ σαφής και συγκεκριμένη και δεν επιδέχεται καμία αμφιβολία, ενώ ταυτόχρονα τις κατοχυρώνει και νομικά με την αναφορά σε συγκεκριμένα άρθρα των ευρωπαϊκών συνθηκών.
Το κείμενο μιλά συγκεκριμένα για «σύνολο εργαλείων», υποσύνολο των οποίων είναι οι κυρώσεις, ενώ επί της ουσίας δίνει προθεσμία στην Τουρκία έως τη Σύνοδο Κορυφής του Δεκεμβρίου και έως τότε θα παρακολουθείται στενά από τις Βρυξέλλες. Επίσης, αναγνωρίζεται η ελληνική θέση σε ό,τι αφορά το διάλογο και συγκεκριμένα πως δεν θα πρέπει να συνοδεύεται από μονομερείς ενέργειες εκ μέρους της Άγκυρας, ενώ γίνεται ρητή αναφορά στην οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών που η ελληνική πλευρά προβάλλει ως τη μοναδική διαφορά που βρίσκεται πάνω στο τραπέζι των συζητήσεων στο πλαίσιο των διερευνητικών επαφών μεταξύ των δύο χωρών.
“Μήνυμα αλληλεγγύης σε Ελλάδα και Κύπρο”
«Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο έστειλε μήνυμα ενότητας, αλληλεγγύης και αποφασιστικότητας. Κανείς δεν μπορεί να διχάσει την Ευρώπη. Ο δρόμος της ενίσχυσης των ευρωτουρκικών σχέσεων είναι ανοιχτός, αλλά απαραίτητη προϋπόθεση είναι ο τερματισμός παράνομων μονομερών ενεργειών εκ μέρους της Τουρκίας», επισήμανε με ανάρτησή του στο Twitter μετά το τέλος των εργασιών της Συνόδου ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Στέλιος Πέτσας.
Σαφές μήνυμα στην Τουρκία έστειλε, εξάλλου, στη συνέντευξη Τύπου που ακολούθησε την ολοκλήρωση της πρώτης μέρας των εργασιών του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. «Κανείς δεν μπορεί να βάλει εμπόδια ανάμεσά μας. Περιμένουμε από την Τουρκία να σταματήσει τις μονομερείς και παράνομες ενέργειές της. Αυτό αποτελεί προϋπόθεση για μια θετική μακροπρόθεσμη ατζέντα», δήλωσε η πρόεδρος της Κομισιόν, στέλνοντας παράλληλα μήνυμα αλληλεγγύης εκ μέρους της ΕΕ σε Ελλάδα και Κύπρο.
Αλλά και ο κ. Μισέλ τόνισε στις δικές του δηλώσεις ότι η Τουρκία θα πρέπει να σταματήσει τις μονομερείς ενέργειες και ότι οι δύο επόμενες εβδομάδες είναι κρίσιμες για τις σχέσεις της Τουρκίας με την ΕΕ, ενώ, αναφερόμενος στις κυρώσεις, επισήμανε πως «είμαστε έτοιμοι να χρησιμοποιήσουμε όλα τα πιθανά εργαλεία που έχουμε στη διάθεσή μας, εάν χρειαστεί».
Το έντονο παρασκήνιο
Το αρχικό κείμενο που παρουσίασε το απόγευμα ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου δεν περιείχε κάποια αναφορά σε κυρώσεις, με την Άνγκελα Μέρκελ να προκαταλαμβάνει τις εξελίξεις, καθώς δήλωσε προσερχόμενη στη Σύνοδο ότι κάτι τέτοιο δεν κρίνεται σκόπιμο. Από το κείμενο, επίσης, απουσίαζε η ξεκάθαρη καταδίκη της Τουρκίας και περιείχε πολλά από τα αιτήματα της Τουρκίας, όπως το διάλογο για τον εκσυγχρονισμό της τελωνειακής ένωσης με την ΕΕ ή την αναθεώρηση της συμφωνίας του 2016 για το προσφυγικό. Κυρίως όμως επανέφερε στο προσκήνιο.
Ως αποτέλεσμα αυτών, η ελληνική πλευρά το απέρριψε ως μη ισορροπημένο, έχοντας στο πλευρό της και άλλα κράτη – συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας – ενώ ακολούθησε μια άτυπη πενταμερής που κράτησε σχεδόν 45 λεπτά – όσο και η διακοπή των εργασιών της Συνόδου – με τη συμμετοχή των Μητσοτάκη, Αναστασιάδη, Μέρκελ Μακρόν και των επικεφαλής των ευρωπαϊκών θεσμών (Μισέλ-φον ντερ Λάιεν).
Εν συνεχεία, η ελληνική πλευρά κατέθεσε μια συμβιβαστική πρόταση, η οποία βασιζόταν σε τέσσερις βασικούς πυλώνες: την έμπρακτη αλληλεγγύη απέναντι σε Ελλάδα και Κύπρο έναντι της τουρκικής προκλητικότητας, την πρόσκληση από την ΕΕ προς την Τουρκία να σταματήσει τις παράνομες γεωτρήσεις στην κυπριακή ΑΟΖ και να σταματήσει τις προκλητικές της ενέργειες στην ανατολική Μεσόγειο, να λάβει οποιαδήποτε βοήθεια από την ΕΕ εάν αποδείξει πράγματι με συνέπεια και συνέχεια ότι εννοεί την αποκλιμάκωση και τέλος, εάν δεν το αποδείξει, να απειλείται με κυρώσεις.