«Ήρθαμε στη Μύκονο για να δώσουμε ένα μήνυμα ότι δεν φοβόμαστε και να στηρίξουμε τους συναδέλφους μας» τόνισε σε δηλώσεις της η πρόεδρος του Συλλόγου των Ελλήνων Αρχαιολόγων Δέσποινα Κουτσούμπα, από το νησί των ανέμων, κάνοντας λόγο για νέα περιστικά και απειλές από ένοπλους μπράβους.
«Θα κάνουμε μια σειρά με συναντήσεις με φορείς (ξενοδόχους, εστιάτορες κτλ) και θα ζητήσουμε από όλους να όχι απλά να καταδικάσουν την επίθεση αλλά να απομονώσουν στοίχεια τα οποία δρουν στη Μύκονο με μαφιόζικο τρόπο. Και από όσο γνωρίζουμε, από όταν ξέσπασε αυτή η ιστορία, έχουμε πάρα πολλά μηνύματα ότι αυτά τα στοιχεία που δρουν με μαφιόζικο τρόπο, έχουν βάλει στόχο τους πολίτες της Μυκόνου και τους νομοταγείς επαγγελματίες του νησιού» πρόσθεσε η κ. Κουτσούμπα ενώ σε ερώτηση για την αναβάθμιση του ξυλοδαρμού σε κακούργημα, είπε ότι «μας ικανοποιεί αυτή η εξέλιξη γιατί θα ανοίξουν τηλέφωνα ώστε να έχουμε περισσότερα στοιχεία για να οδηγηθούμε στον φυσικό και στον ηθικό αυτουργό γιατί είναι σαφές πως το θέμα δεν ήταν προσωπικό. Για εμάς είναι πολύ απλό. Χτυπάνε έναν από εμάς; Πρέπει να πάρουμε απάντηση από την πολιτεία. Πρέπει να καταλάβουν πως οι μαφιόζικες πρακτικές δεν περνάνε!».
«Έχουν υπάρξει περιστατικά όπου συνάδελφοί μας ήρθαν αντιμέτωποι με ένοπλους μπράβους. Εμείς βγήκαμε μπροστά γιατί θεωρούμε πως υπάρχει κι άλλος κόσμος αποφασισμένος να ξεμπερδέψουμε με αυτά τα κυκλώματα αλλά για να γίνει αυτό χρειάζεται η συνδρομή της κυβέρνησης. Ο φόβος πρέπει να αλλάξει στρατόπεδο και να πάρουν το μήνυμα αυτοί που έδειραν τον συνάδελφό μας» συμπλήρωσε ενώ τόνισε πως θα υπάρξει ενίσχυση των αστυνομικών τμημάτων στο νησί. «Θα θέλαμε να υπάρξουν μερικοί αστυνομικοί με εξειδίκευση στην προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος. Έχει σημασία κάποιοι αστυνομικοί να είναι εξειδικευμένοι».
Για τα περιστατικά και τις απειλές από ένοπλους μπράβους, είπε: «Έχει συμβεί συνάδελφοι να πάνε αυτοψία, κατόπιν παραγγελίας εισαγγελέα, και δεν μπόρεσαν να μπουν γιατί οι μπράβοι τους έκλεισαν την πόρτα. Επίσης, σε άλλο περιστατικό, απαγορεύτηκε να προχωρήσει σε συνάδελφο που πήγε από δημόσιο δρόμο και πλησίασε κατάστημα για να βεβαιώσει παράβαση».