Ρούλα Πισπιρίγκου: Τί είπε στην απολογία της για την ημέρα της σύλληψής της

 

 

 

Τις στιγμές που έζησε την ημέρα της σύλληψής της στις 30.03.2022 περιέγραψε η Ρούλα Πισπιρίγκου την τέταρτη μέρα της απολογίας της, με την ίδια να αναφέρεται στον τρόπο που την αντιμετώπισαν οι αστυνομικοί, οι δημοσιογράφοι αλλά και οι πολίτες και κατά την μεταφορά της στη ανακρίτρια στην Ευελπίδων.

«Όσο ήταν στην εντατική η Τζωρτζίνα δεν είχε κάποιους νάρθηκες κλπ. και τους έχω φέρει για να τους δείτε», είπε και τους έβγαλε από μια σακούλα κλαίγοντας. Δείχνοντας πρωτοσέλιδο της εφημερίδας ΜΠΑΜ η Ρούλα Πισπιρίγκου είπε: «Έχει φωτογραφία το παιδί μου. Το παιδί μου ήταν σε εξώφυλλο εφημερίδας. Η απόλυτη ντροπή».

Σε άλλο σημείο είπε: «Και για τα δύο παιδιά δεν υπήρχε καμία υποψία. Από θέμα αστυνομίας δεν μας είχε ενοχλήσει ποτέ. Τώρα δεν μπορώ να καταλάβω πως γίνεται να γίνονται όλοι Πυθίες. Δεν ξέρω τι σκοπούς εξυπηρέτησε όλο αυτό και όλη η κοινή γνώμη να παρασύρεται και να έχει όλο αυτό το μένος απέναντι μου χωρίς να με ξέρει. Δεν γνώριζε κανένας τι συνέβαινε μέσα στο σπίτι μας».

Η Ρούλα Πισπιρίγκου είπε ακόμα ότι έδωσε αυτή την συνέντευξη στο σπίτι στον κ. Σόμπολο ο οποίος την επόμενη μέρα αποχώρησε. «Εγώ ένιωσα τον συγκεκριμένο δημοσιογράφο ότι ήθελε να βοηθήσει. Του άνοιξα την πόρτα του σπιτιού μου και μου έλεγε ότι θα βοηθήσει και μετά άρχισε το ντόμινο. Έδωσα στην κα Κουτσελίνη και μετά με έπαιρναν τηλέφωνο και μας έλεγαν μιλήσατε στην κα. Κουτσελινη πείτε και σε εμάς κάτι. Νόμιζα ότι με βοηθούσαν. Ό,τι έλεγα, παρερμηνευοταν. Έλεγαν «δεν κλαίει, δολοφόνος η μάνα».

Συνεχίζοντας η Ρούλα Πισπιρίγκου είπε: «Στην εκπομπή της κας Νικολουλη έβγαζαν κάτι μαρτυρίες, άρχισε το γαϊτανάκι των δηλώσεων. Είχαν βγει με αλλοιωμένες φωνές μάρτυρες, θείοι έλεγαν της Ρούλας Πισπιρίγκου, θείοι του Μάνου Δασκαλάκη, γειτόνισσες. Δεν ξέρω ποιοι ήταν όλοι αυτοί.  Μάρτυρες από το Καραμανδάνειο να λένε για κάμερες, μονόκλινα, τα κουδούνια. Εγώ να σας πω νόμιζα ότι ήταν αληθινές δηλώσεις. Εκνευρίζεται ο Μάνος και λέει θα πάρω τηλέφωνο. Και του λένε δεν θέλουμε εσένα θέλουμε να μας μιλήσει η μητέρα. Βγήκα εγώ τους είπα ότι «λέτε ανακρίβειες». Ο Μάνος συνομιλούσε με δημοσιογράφους αλλά δεν ήθελε να φαινόταν εκείνος μπροστά. Το καταλαβαίνω απόλυτα το θέμα το δημόσιογραφικό αλλά υπάρχουν και όρια. Αλλά ήταν παιδιά και τον Γολγοθά που περνά μια οικογένεια. Προσπαθήσαμε να βάλουμε όρια αλλά δεν το προλαβαίναμε».

Στην συνέχεια εξήγησε ότι δεν μπορούσαν να καταλάβουν γιατί γύρισε όλο αυτό το κλίμα της συμπόνοιας και της τραγωδίας στο ότι «η μάνα σκοτώνει τα παιδιά και τα παιδιά τα πειράζει για τον πατέρα. Δεν το κατάλαβα ποτέ. Πρέπει να είσαι ψυχασθενής για να βάλεις τέτοιο χωρίς αποδείξεις, χωρίς τίποτα. Αυτό έγινε γιατί ήμουν μόνη μου με το παιδί μου στον θάλαμο. Με ποιον θα ήταν το παιδί; Όπως και με την Μαλένα στο “Ελπίδα”, με την Μαλένα ήμουν, όχι με την Τζωρτζίνα, η Τζωρτζίνα ήταν με την γιαγιά της».
Η Ρούλα Πιπιρίγκου περιέγραψε και άλλα περιστατικά και πως τα ΜΜΕ την είχαν καταδικάσει για την δολοφονία του παιδιού της.

Σε άλλο σημείο είπε: «Είμαστε και βλέπουμε την εκπομπή του κ. Ευαγγελάτου. Βγαίνει ο κ. Λαμπρόπουλος και λέει βρέθηκε η κεταμίνη. Βλέπουμε με τον Μάνο ότι η υποψία μας η αρχική ήταν η φαινοναρβυτάλη. Μπήκαμε στο google και στέλναμε ο ένας στον άλλο στο messenger με τον Μάνο αυτά. «Έλα τώρα πάλι χαζομάρες των δημοσιογράφων είναι», μου είπε ο Μάνος.

Η αστυνομία

Η Ρούλα Πισπιρίγκου περιέγραψε πως πήγε η αστυνομία σπίτι της: «Κάπνιζα και μου χτυπάνε στο παράθυρο. Βλέπω τρεις άντρες μου έβαλαν στο παράθυρο την ταυτότητα και ήταν από την αστυνομία το ανθρωποκτονιών. Ήμουν με την αδερφή μου. Όπως είστε φορέστε τα παπούτσια σας γιατί σας θέλει ο διοικητής. Να ντυθώ. Όχι μην ντυθείτε, πέντε λεπτά θα κάνουμε μια ερώτηση θέλει να σας κάνει ο διοικητής. Να ενημερώσω τον κ. Λύτρα, όχι μου λένε δεν χρειάζεται. Πήγα στην τουαλέτα αλλά ο ένας μου είπε η πόρτα θα είναι μισάνοιχτη, δεν μου έδειξαν κανένα χαρτί ούτε προσαγωγή, τίποτα».

Η μητέρα από την Πάτρα είπε επίσης ότι μπήκε σε ένα τζιπ της πήραν το κινητό και την έβαλαν σε ένα δωμάτιο.

«Με έβαλαν σε ένα δωμάτιο», είπε κλαίγοντας, «σε ένα γραφείο, με έγδυσαν, με έψαξαν παντού. Μου έβγαλαν τα κομποσκοίνια, όλα τα πάντα. Μου είπαν να κοιτάω τον τοίχο. Κάποια στιγμή με γύρισαν. Είχαν μια καρέκλα και ένα γραφείο. Ζήτησα ένα τσιγάρο δεν μου έδωσαν. Μπήκε ο κ. Χασιώτης και ένας άλλος που έκανε τις καταθέσεις. Μπήκαν ο ένας δεξιά ο άλλος αριστερά κολλητά μου. Μου λένε: «τι έχει γίνει; Λέει δεν ξέρεις τι έχει γίνει; Πες μας να τελειώνουμε. Το έφαγες το παιδί».

Δεν ξέρω για ποιο πράγμα μου μιλάτε.

Δεν την ξέρεις την κεταμίνη;

Δεν την ξέρω. Τώρα την έμαθα.

Μου είπαν «άκουσε με έχω παιδιά δεν μπορώ να καταλάβω τι σε έφτασε εκεί. Καταλαβαίνω ότι το παιδί σου ήταν άρρωστο και ήθελες να το λυτρώσεις. Για να ελαφρύνεις την θέση σου ξέρουμε πολύ καλά ότι ο Μάνος δουλεύει στα φάρμακα και ο πατέρας του και θα πούμε ότι  σου έδωσε την κεταμίνη αυτός, εσύ θα φας δέκα χρόνια θα στο κανονίσουμε εμείς ότι από οίκτο πήγες να λυτρώσεις το παιδί».

Είπε ακόμα ότι ζήτησε να μιλήσει με τον Μάνο Δασκαλάκη αλλά της είπαν ότι εκείνος δεν ήθελε να της ξαναμιλήσει ούτε και οι γονείς της. «Μιλήσαμε με τους γονείς σου. Το πιστεύουν όλοι για σένα ότι σκότωσες την Τζωρτζίνα και δεν θέλουν να σου ξαναμιλήσουν και θα πάνε στην Αργεντινή και θα αλλάξουν το όνομά τους».

Στην συνέχεια υποστήριξε ότι έπεσε θύμα ξυλοδαρμού από τους αστυνομικούς όταν αρνήθηκε ότι σκότωσε τη Τζωρτζίνα.

«Μου λέει σήκω όρθια και με χτύπησε στο στομάχι. Μου έλεγαν πες το. Πες το για τον Δασκαλάκη».

«Από τα χτυπήματα ήμουν κατακόκκινη στο πρόσωπο. Μάλιστα με είδε ο κ. Λύτρας και το είπε ότι με είδε χτυπημένη στην εκπομπή της κας Κουτσελίνη.