Τα αποτελέσματα της δειγματοληπτικής Έρευνας Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών (SILC) έτους 2017 ανακοίνωσε η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ), με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το έτος 2016. Η έρευνα αποτελεί τη βασική πηγή αναφοράς των συγκριτικών στατιστικών για την κατανομή του εισοδήματος και τον κοινωνικό αποκλεισμό.
Τα αποτελέσματα της έρευνας έτους 2018, με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το έτος 2017, θα ανακοινωθούν στις 21 Ιουνίου 2019.
Α. Δείκτες της Στρατηγικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης «Ευρώπη 2020»
Στο πλαίσιο της Ευρώπης 2020, αναφορικά με την καταπολέμηση της φτώχειας, έχει τεθεί ως στόχος «να μειωθούν κατά 20 εκατομμύρια τα άτομα που βρίσκονται ή που κινδυνεύουν να βρεθούν σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό» έως το 2020.
Με βάση τα στοιχεία της Έρευνας Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών 2017, o πληθυσμός που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό ανέρχεται στο 34,8% (3.701.800 άτομα) του πληθυσμού της Χώρας, παρουσιάζοντας μείωση σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά (3.789.300 άτομα που αντιστοιχούσαν στο 35,6% του πληθυσμού).
Ο κίνδυνος φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού είναι υψηλότερος στην περίπτωση των ατόμων ηλικίας 18-64 ετών (38,6%).
Ο πληθυσμός ηλικίας 18-64 ετών που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό εκτιμάται σε 36,5% για τους Έλληνες και σε 62,9% για τους αλλοδαπούς που διαμένουν στην Ελλάδα.
Ο πληθυσμός ηλικίας 18-64 ετών που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό εκτιμάται σε 61,6% για όσους διαμένουν στην Ελλάδα αλλά γεννήθηκαν σε άλλη χώρα.
Το ποσοστό του πληθυσμού που ενώ δε βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας διαβιεί σε νοικοκυριά με υλική στέρηση αλλά χωρίς χαμηλή ένταση εργασίας ανέρχεται σε 9,1%.
Το ποσοστό του πληθυσμού που δε βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας και διαβιεί σε νοικοκυριά χωρίς υλική στέρηση αλλά με χαμηλή ένταση εργασίας ανέρχεται σε 4,2%.
Το ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας αλλά διαβιεί σε νοικοκυριά χωρίς υλική στέρηση και χωρίς χαμηλή ένταση εργασίας ανέρχεται σε 7,7%.
Το 20,2% του πληθυσμού βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας (μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις), το 21,1% σε υλική στέρηση και το 15,6% του πληθυσμού ηλικίας 0-59 ετών διαβιεί σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας.
Β. Πληθυσμός σε κίνδυνο φτώχειας και κατώφλι κινδύνου φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις
Το κατώφλι της φτώχειας ανέρχεται στο ποσό των 4.560 ευρώ ετησίως ανά άτομο και σε 9.576 ευρώ για νοικοκυριά με δύο ενήλικες και δύο εξαρτώμενα παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών και ορίζεται στο 60% του διάμεσου συνολικού ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, το οποίο εκτιμήθηκε σε 7.600 ευρώ, ενώ το μέσο ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών της Χώρας εκτιμήθηκε σε 15.106 ευρώ.
Το έτος 2017, το 20,2% του συνολικού πληθυσμού της Χώρας ήταν σε κίνδυνο φτώχειας. Ο δείκτης αυτός που κατά το 2005 (με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το 2004) ανερχόταν στο 19,6%, σημείωσε αυξητική πορεία έως το 2012 όπου εκτιμήθηκε στο 23,1% ενώ άρχισε να μειώνεται από το 2014.
Τα νοικοκυριά που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας εκτιμώνται σε 789.585 σε σύνολο 4.162.442 νοικοκυριών και τα μέλη τους σε 2.152.691 στο σύνολο των 10.634.925 ατόμων του πληθυσμού της Χώρας.
Ο κίνδυνος φτώχειας για παιδιά ηλικίας 0-17 ετών (παιδική φτώχεια) ανέρχεται σε 24,5% σημειώνοντας μείωση κατά 1,8 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2016. Ο κίνδυνος φτώχειας σημείωσε μείωση τόσο στο σύνολο του πληθυσμού (1 ποσοστιαία μονάδα), όσο και στον πληθυσμό 18-64 ετών (1 ποσοστιαία μονάδα, επίσης), ενώ παρέμεινε ίδιος για τον πληθυσμό 65 ετών και άνω (12,4%). Γενικά, το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας σημείωσε μείωση σε σχέση με το 2016 για διάφορες υποκατηγορίες του πληθυσμού τόσο ως προς τους τύπους νοικοκυριών όσο και ως προς την κατηγοριοποίηση κατά φύλο και κατάσταση απασχόλησης, καθώς και την κατηγοριοποίηση κατά φύλο, ομάδες ηλικιών και ιδιοκτησιακό καθεστώς της κύριας κατοικίας, με τις σημαντικότερες διαφορές να σημειώνονται ως εξής:
Κατά 7,8 ποσοστιαίες μονάδες (24,2%) για το ποσοστό του πληθυσμού με δύο ενήλικες με τρία ή περισσότερα εξαρτώμενα παιδιά.
Κατά 2,4 ποσοστιαίες μονάδες (9,9%) για το ποσοστό των εργαζόμενων γυναικών.
Κατά 3,0 ποσοστιαίες μονάδες (24,9%) για το ποσοστό των παιδιών 0-17 ετών που διαβιούν σε νοικοκυριά όπου οι γονείς (ή κηδεμόνες) ενοικιάζουν την κύρια κατοικία τους.
Αύξηση σημείωσε το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας σε σχέση με το 2016 μόνο στις εξής περιπτώσεις:
Αναφορικά με τους τύπους νοικοκυριών, κατά μισή ποσοστιαία μονάδα (22,8%) στην περίπτωση νοικοκυριών με δύο ενήλικες και δύο εξαρτώμενα παιδιά.
Αναφορικά με την κατηγοριοποίηση του πληθυσμού ως προς το φύλο και την κατάσταση απασχόλησης, κατά 0,3 ποσοστιαίες μονάδες (25,7%) για το σύνολο του πληθυσμού στις περιπτώσεις λοιπών μη οικονομικά ενεργών (εκτός των συνταξιούχων) και κατά μισή ποσοστιαία μονάδα (25,7%) για την αντίστοιχη κατηγορία των γυναικών.
Αναφορικά με την κατηγοριοποίηση του πληθυσμού ως προς το φύλο, ομάδες ηλικιών και ιδιοκτησιακό καθεστώς κύριας κατοικίας, πολύ μικρή αύξηση του ποσοστού (0,1 ποσοστιαία μονάδα) παρουσιάζεται σε αρκετές περιπτώσεις και συγκεκριμένα για το σύνολο των ιδιοκτητών στις ηλικιακές ομάδες 60+ετών, 65+ετών, 75+ετών, ενώ λίγο μεγαλύτερες είναι οι αυξήσεις για τις αντίστοιχες ηλικιακές ομάδες των ανδρών (0,5, 0,5, και 0,3 ποσοστιαίες μονάδες αντίστοιχα).
Τέλος, σημαντικότερη αύξηση παρουσιάζεται για την ηλικιακή ομάδα 75+ετών των ενοικιαστών, κατά 1,3 ποσοστιαίες μονάδες για το σύνολο του πληθυσμού αυτής της κατηγορίας και κατά 2,8 ποσοστιαίες μονάδες για τη συγκεκριμένη κατηγορία των γυναικών (19,1% και 20,8% αντίστοιχα).
Ο κίνδυνος φτώχειας, υπολογιζόμενος με κατώφλια διαφορετικά του 60% του διάμεσου συνολικού διαθέσιμου ισοδύναμου εισοδήματος, ανέρχεται σε:
9,3%, αν το κατώφλι οριστεί στο 40% του διάμεσου συνολικού διαθέσιμου ισοδύναμου εισοδήματος,
14,6%, αν το κατώφλι οριστεί στο 50% του διάμεσου συνολικού διαθέσιμου ισοδύναμου εισοδήματος και
26,5%, αν το κατώφλι οριστεί στο 70% του διάμεσου συνολικού διαθέσιμου ισοδύναμου εισοδήματος, αντίστοιχα.
Γ. Κοινωνικές μεταβιβάσεις και κίνδυνος φτώχειας
Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας πριν από όλες τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (δηλαδή μη συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών επιδομάτων και των συντάξεων στο συνολικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών) ανέρχεται σε 50,8% ενώ, όταν περιλαμβάνονται μόνο οι συντάξεις και όχι τα κοινωνικά επιδόματα, μειώνεται στο 24,0%. Αναφορικά με τα κοινωνικά επιδόματα, επισημαίνεται ότι αυτά περιλαμβάνουν παροχές κοινωνικής βοήθειας (όπως το ΕΚΑΣ, το επίδομα μακροχρόνια ανέργων κλπ.), οικογενειακά επιδόματα (όπως επιδόματα τέκνων), καθώς και επιδόματα ή βοηθήματα ανεργίας, ασθένειας, αναπηρίας ή ανικανότητας, ή και εκπαιδευτικές παροχές.
Δεδομένου ότι, όπως προαναφέρθηκε, το ποσοστό κινδύνου φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις ανέρχεται σε 20,2%, διαπιστώνεται ότι τα κοινωνικά επιδόματα συμβάλλουν στη μείωση του ποσοστού του κινδύνου φτώχειας κατά 3,8 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ εν συνεχεία, οι συντάξεις κατά 26,8 ποσοστιαίες μονάδες. Το σύνολο των κοινωνικών μεταβιβάσεων μειώνει το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας κατά 30,6 ποσοστιαίες μονάδες.
Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας πριν από όλες τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (δηλαδή μη συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών επιδομάτων και των συντάξεων στο συνολικό διαθέσιμο εισόδημα) για άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω εκτιμάται σε 87,4%, ενώ όταν δεν συμπεριλαμβάνονται τα κοινωνικά επιδόματα αλλά συμπεριλαμβάνονται οι συντάξεις εκτιμάται σε 14,7%.
Ο κίνδυνος φτώχειας πριν από όλες τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (δηλαδή μη συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών επιδομάτων και των συντάξεων στο συνολικό διαθέσιμο εισόδημα) για άτομα ηλικίας 18-64 ετών εκτιμάται σε 42,2%, ενώ όταν δεν συμπεριλαμβάνονται τα κοινωνικά επιδόματα αλλά συμπεριλαμβάνονται οι συντάξεις εκτιμάται σε 25,3%.
Οι κοινωνικές μεταβιβάσεις (συμπεριλαμβανομένων των συντάξεων) αποτελούν το 32,2% του συνολικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών της Χώρας, εκ του οποίου οι συντάξεις αναλογούν στο 85,9%, ενώ τα κοινωνικά επιδόματα στο 14,1%.
Δ. Χαρακτηριστικά πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας
Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας κατά τα προηγούμενα έτη ήταν ελαφρώς υψηλότερο για τις γυναίκες σε σχέση με τους άνδρες. Το 2014 και 2015 διαμορφώθηκε σε πολύ κοντινά επίπεδα, υψηλότερο κατά 0,2 και 0,3 ποσοστιαίες μονάδες αντίστοιχα για τους άνδρες, ενώ με βάση τα στοιχεία του 2017, όπως συνέβη και το 2016, εμφανίζεται ίδιο μεταξύ ανδρών και γυναικών και ίδιο με το ποσοστό του συνολικού πληθυσμού (και για τα δύο φύλα), δηλαδή 20,2%.
Επίσης, το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για το συνολικό πληθυσμό (και κατά συνέπεια και για τα δύο φύλα) σημείωσε μείωση κατά μία ποσοστιαία μονάδα το 2017 σε σχέση με το 2016.
Ο κίνδυνος φτώχειας για άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών υπολογίζεται σε 13,5% για τις γυναίκες και σε 11,1% για τους άνδρες.
Ο κίνδυνος φτώχειας για άτομα ηλικίας άνω των 75 ετών υπολογίζεται σε 12,7% ενώ για άτομα ηλικίας κάτω των 75 ετών σε 21,1%.
Ο κίνδυνος φτώχειας για τις γυναίκες άνω των 75 ετών εκτιμάται σε 15,2% ενώ για τους άνδρες της αντίστοιχης ηλικιακής ομάδας εκτιμάται σε 9,5%.
Ο κίνδυνος φτώχειας για τους διάφορους τύπους νοικοκυριών σημείωσε πτώση το 2017 σε σχέση με το 2016 με μόνη εξαίρεση την περίπτωση νοικοκυριού με δύο ενήλικες και δύο εξαρτώμενα παιδιά, όπου σημείωσε αύξηση κατά μισή ποσοστιαία μονάδα (22,8%).
Οι μειώσεις του ποσοστού του κινδύνου φτώχειας για όλες τις άλλες κατηγορίες νοικοκυριών κυμαίνονται από 0,2 ποσοστιαίες μονάδες, στην περίπτωση των νοικοκυριών με τρεις ή περισσότερους ενήλικες χωρίς εξαρτώμενα παιδιά (ποσοστό 19,4%) έως 7,8 ποσοστιαίες μονάδες, στην περίπτωση των νοικοκυριών με δύο ενήλικες και τρία ή περισσότερα εξαρτώμενα παιδιά (ποσοστό 24,2%).
Η αμέσως επόμενη μεγαλύτερη μείωση αφορά στην περίπτωση των μονοπρόσωπων νοικοκυριών ανδρών, κατά 2,3 ποσοστιαίες μονάδες με το αντίστοιχο ποσοστό να είναι 19,8% και ακολουθεί η περίπτωση των νοικοκυριών με δύο ενήλικες κάτω των 65 ετών χωρίς εξαρτώμενα παιδιά, κατά 2,1 ποσοστιαίες μονάδες, με το αντίστοιχο ποσοστό να είναι 18,8%.
Οι εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν χαμηλότερο κίνδυνο φτώχειας σε σύγκριση με τους ανέργους και τους οικονομικά μη ενεργούς (νοικοκυρές κλπ.). Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τους εργαζομένους ανέρχεται σε 12,9%, σημειώνοντας μείωση κατά 1,2 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2016.
Μείωση κατά 2,4 ποσοστιαίες μονάδες παρουσίασε το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τις εργαζόμενες γυναίκες, ενώ για τους εργαζόμενους άνδρες παρουσίασε μείωση κατά 0,3 ποσοστιαίες μονάδες υπολογιζόμενα σε 9,9% και 15,0% αντίστοιχα. Για τους ανέργους, όπως ήδη αναφέρθηκε, ο κίνδυνος φτώχειας ανέρχεται σε 45,5%, παρουσιάζοντας σημαντική διαφορά μεταξύ ανδρών και γυναικών (50,5% και 41,0% αντίστοιχα).
Ο κίνδυνος φτώχειας για όσους είναι οικονομικά μη ενεργοί (μη συμπεριλαμβανομένων των συνταξιούχων) αυξήθηκε κατά 0,3 ποσοστιαίες μονάδες. Η αντίστοιχη μεταβολή (αύξηση) για τις γυναίκες είναι μισή ποσοστιαία μονάδα, ενώ για τους άνδρες (αύξηση) 0,7 ποσοστιαίες μονάδες και τα σχετικά ποσοστά ανέρχονται σε 25,7%, 25,7% και 25,5%.
Ο κίνδυνος φτώχειας για τους εργαζομένους με πλήρη απασχόληση ανέρχεται σε 11,2%, ενώ για τους εργαζομένους με μερική απασχόληση ανέρχεται σε 27,5%.
Στην περίπτωση των νοικοκυριών, που η κατοικία που διαμένουν είναι ιδιόκτητη, ο κίνδυνος φτώχειας ανέρχεται σε 19,4%, ενώ για τα νοικοκυριά που διαμένουν σε ενοικιασμένη κατοικία ο κίνδυνος φτώχειας είναι υψηλότερος και ανέρχεται σε 23,3%. Ο κίνδυνος φτώχειας ατόμων ηλικίας 18-64 ετών που η κατοικία τους είναι ιδιόκτητη ανέρχεται σε 21,1%, ενώ για τα άτομα της ίδιας ηλικιακής ομάδας που η κατοικία τους είναι ενοικιασμένη, ο κίνδυνος αυξάνεται σε 23,7%.
Ε. Βάθος (χάσμα) του κινδύνου φτώχειας
Το βάθος (χάσμα) κινδύνου φτώχειας αναφέρεται στην εισοδηματική κατάσταση των ατόμων που βρίσκονται κάτω από το κατώφλι της φτώχειας. Για την εκτίμησή του υπολογίζεται η διαφορά μεταξύ του κατωφλιού του κινδύνου φτώχειας για το σύνολο του πληθυσμού και του διάμεσου ισοδύναμου\ διαθέσιμου εισοδήματος του φτωχού πληθυσμού, η οποία εκφράζεται ως ποσοστό επί του κατωφλιού του κινδύνου φτώχειας.
Για το 2017, το βάθος (χάσμα) κινδύνου φτώχειας ανήλθε σε 30,3% του κατωφλιού του κινδύνου φτώχειας, σημειώνοντας μείωση σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Με βάση το ποσοστό αυτό, εκτιμάται ότι το 50% των φτωχών κατέχουν εισόδημα μικρότερο από το 69,7% του κατωφλιού του κινδύνου φτώχειας (το οποίο ανέρχεται σε 4.560 ευρώ), δηλαδή κάτω από 3.178 ευρώ, ετησίως, ανά άτομο.
Το βάθος (χάσμα) κινδύνου το 2005 ήταν 23,9%, ενώ, σημειώνοντας αυξητική πορεία στη διάρκεια της δεκαετίας, ανήλθε σε 32,7% το 2013 (μέγιστη τιμή).
Έκτοτε, παρουσιάζει αυξομειώσεις, σημειώνοντας τιμή 30,3% για το 2017, δηλαδή μείωση κατά 1,6 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2016.
Το βάθος κινδύνου φτώχειας για τα παιδιά ηλικίας 0-17 ετών εκτιμάται σε 29,6%, μειωμένο κατά 3,7 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2016, ενώ για τα άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω εκτιμάται σε 19,7%, παρουσιάζοντας αύξηση κατά μία ποσοστιαία μονάδα σε σχέση με το 2016.
ΣΤ. Κίνδυνος φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις υπολογιζόμενος με το κατώφλι φτώχειας έτους 2008 (εκφρασμένου σε τιμές του 2016 με βάση τον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή)
Ο κίνδυνος φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις υπολογιζόμενος με το κατώφλι φτώχειας σε μια σταθερή χρονική στιγμή ─ και συγκεκριμένα το έτος 2008 ─ αποτελεί ένδειξη για το εάν το επίπεδο διαβίωσης για τα χαμηλότερα εισοδήματα παρουσιάζει βελτίωση με το πέρασμα του χρόνου.
Ο σκοπός αυτής της σύγκρισης είναι να καταγράψει πώς μεταβάλλεται ο κίνδυνος φτώχειας σε απόλυτους και όχι σε σχετικούς όρους, δηλαδή όταν το κατώφλι φτώχειας παραμένει διαχρονικά σταθερό σε όρους πραγματικής αγοραστικής δύναμης.
Το ποσοστό του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας για το έτος 2017, υπολογιζόμενο με το κατώφλι φτώχειας έτους 2008 (δηλαδή το ποσοστό των ατόμων που ζουν σε νοικοκυριά, των οποίων το συνολικό ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα κατά το 2016 είναι χαμηλότερο του 60% της διαμέσου του ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος του 2008 εκφρασμένου σε τιμές του 2016 με βάση τον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή), εκτιμάται σε 46,3%. Συμπεραίνεται, λοιπόν, ότι το 46,3% του πληθυσμού του 2017 θα κατατασσόταν ως εκτεθειμένο στον κίνδυνο φτώχειας με βάση τις συνθήκες του 2008.
Ζ. Πληθυσμός που διαβιεί σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας
Το ποσοστό πληθυσμού ηλικίας 18-59 ετών που διαβιεί σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση Εργασίας υπολογίζεται σε 17,6% επί του συνόλου του πληθυσμού αυτής της ομάδας ηλικιών, εμφανίζοντας μείωση κατά 1,6 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2016. Το ποσοστό για τους άνδρες ανέρχεται σε 15,8% και για τις γυναίκες σε 19,3%.
Για τον πληθυσμό ηλικίας 0-59 ετών, το ποσοστό που διαβιεί σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας υπολογίζεται σε 15,6% επί του συνόλου του πληθυσμού αυτής της ομάδας ηλικιών, εμφανίζοντας, επίσης, μείωση κατά 1,6 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2016. Το ποσοστό για τους άνδρες ανέρχεται σε 14,2% και για τις γυναίκες σε 17,0%.
Το ποσοστό των ατόμων ηλικίας κάτω των 18 ετών που διαβιούν σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας εκτιμάται για το 2017 σε 9,4% επί του συνόλου του πληθυσμού που ανήκει σε αυτή την ηλικιακή ομάδα.