H 20ή Μαΐου 2020 έμοιαζε να είναι μια κανονική μέρα στη ζωή της 34χρονης τότε Ιωάννας, που εκείνο το πρωινό, μετά το πρώτο lockdown στη χώρα μας, έφτανε στην ιδιωτική εταιρεία όπου εργαζόταν στην Καλλιθέα.
Η γυναίκα που, με μαύρη περούκα και μάσκα για να μην είναι αναγνωρίσιμη, ήταν κρυμμένη στην είσοδο της πολυκατοικίας ήταν αποφασισμένη να εφαρμόσει το σχέδιο εξόντωσης που οργάνωνε για καιρό. Κατηγορούμενη σήμερα για «απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση, σε ήρεμη ψυχική κατάσταση», κατάφερε να πνίξει μέσα σε ένα παχύρρευστο, καυστικό υγρό (βιτριόλι) όλα τα όνειρα της Ιωάννας για το αύριο.
Δέκα μήνες μετά, έχοντας κερδίσει την πρώτη μεγάλη της μάχη, αυτή για να κρατηθεί στη ζωή, και έχοντας μακρύ και δύσκολο δρόμο μπροστά της για να καταφέρει να ξανασταθεί στα πόδια της, η Ιωάννα Παλιοσπύρου μιλά για πρώτη φορά, στο περιοδικό ΟΚ! και την Σόνια Καζόνι, ξετυλίγοντας ένα κουβάρι από συναισθήματα, αναμνήσεις και αναπάντητα ερωτηματικά.
Ιωάννα, έχουν περάσει δέκα μήνες από την επίθεση που δέχτηκες. Ποιες είναι οι πιο έντονες αναμνήσεις από εκείνη την ημέρα;
Ήταν πρωί και μόλις είχα φτάσει στο γραφείο. Τη στιγμή που μπήκα στην είσοδο συνέβη ό,τι συνέβη. Η πιο δυνατή ανάμνηση που έχω είναι αυτή η έντονη, βαριά χημική μυρωδιά όταν έπεσε πάνω μου, στο πρόσωπό μου, ένα παχύρρευστο υγρό. Κατάλαβα αμέσως πως ήταν κάποιο οξύ. Δεν μπορώ να ξεχάσω τον αφόρητο πόνο που ένιωσα και τον μεγάλο πανικό που με κατέβαλε. Είχα την αίσθηση πως εκείνη τη στιγμή κάτι χάνω, πως φεύγει η ζωή μου και ένιωθα αβοήθητη και ανήμπορη. Έφυγα ουρλιάζοντας, ζητώντας απεγνωσμένα βοήθεια και πήγα ενστικτωδώς μέχρι το απέναντι φαρμακείο. Ήταν το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό. Πιστεύω ότι λειτούργησε το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, της επιβίωσης. Έχουν χαραχτεί στο μυαλό μου οι τρομαγμένες εκφράσεις των ανθρώπων στο φαρμακείο. Δεν τολμούσε να με ακουμπήσει κανείς. Πάγωσαν, δεν ήξεραν πώς να αντιδράσουν. Φώναζα «Βοηθήστε με, καίγομαι, πεθαίνω». Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν να αντέξω, να παλέψω για να μη χάσω τις αισθήσεις μου. Μέσα στον πανικό μου, έναν πρωτόγνωρο πανικό και απελπισία, ένιωθα πως είμαι η μόνη που μπορούσα να με βοηθήσω.
Πώς βρέθηκες τελικά στο νοσοκομείο;
Η φαρμακοποιός με γνώριζε, ψώνιζα κάποιες φορές από εκεί, έτσι από το φαρμακείο κάλεσαν συνεργάτες μου στην εταιρεία και εκείνοι με πήγαν στο Metropolitan.
Είχες παρατηρήσει κάτι περίεργο εκείνη την ημέρα ή τις προηγούμενες; Κάτι ασυνήθιστο που να σε είχε προβληματίσει;
Ήταν μια φυσιολογική μέρα, όπως όλες οι προηγούμενες. Η καθημερινότητά μου μέχρι εκείνη την ημέρα ήταν ήσυχη, όμορφη και ανέμελη. Ήμασταν και σε περίοδο καραντίνας, οπότε είχα ένα πολύ συγκεκριμένο πρόγραμμα. Δουλειά, σπίτι, συναντήσεις με λίγους καλούς φίλους. Ήμουν μία απλή κοπέλα της διπλανής πόρτας. Τίποτα δεν με είχε κάνει να νιώσω πως συμβαίνει κάτι έξω από τα συνηθισμένα.
Ξέρω ότι είναι εξαιρετικά επώδυνο να γυρνάς τον χρόνο σε εκείνες τις στιγμές, αλλά πώς έχουν καταγραφεί μέσα σου εκείνες οι πρώτες μέρες στο νοσοκομείο;
Δεν είχα καταλάβει καθόλου τι μου έχει συμβεί… πόσο σοβαρή είναι η κατάσταση. Είχα αντιληφθεί πως μου είχαν ρίξει κάτι καυστικό και προσπαθούσα απλά να μη χάσω τον εαυτό μου, να μη χάσω το μυαλό μου, να μη χάσω επαφή με το περιβάλλον και να κατανοήσω τι γίνεται. Είχα μόνο ερωτηματικά. Ποιος; Γιατί; Μετά το ατύχημα με είχαν πάει στο Metropolitan αλλά την επόμενη μέρα με μετέφεραν στο Λάτσειο Κέντρο Εγκαυμάτων στο Θριάσιο. Εκεί από την πρώτη στιγμή βρέθηκε κοντά μου η γιατρός μου, η κυρία Καλοφώνου. Το πρώτο διάστημα είχα μια άρνηση στο να κατανοήσω και να αποδεχτώ τι μου είχε συμβεί. Όσο περνούσαν οι μέρες, η γιατρός μου με ενημέρωνε για την κατάστασή μου – αλλά μόνο όταν εγώ τη ρωτούσα και μόνο μέχρι το σημείο που άντεχα. Κάποια στιγμή άρχισα να σκέφτομαι πως κάτι δεν καταλαβαίνω καλά, ένιωθα πως κάτι δεν πηγαίνει καθόλου σωστά. Πάγωνε το αίμα μου στις απαντήσεις που έπαιρνα αλλά δεν ήμουν καθόλου έτοιμη να το διαχειριστώ. Ένιωθα μπερδεμένη. Αναρωτιόμουν μήπως κάτι άλλο εννοεί η γιατρός μου με αυτά που μου λέει. Έλεγα μέσα μου πως πρέπει να είμαι συνεργάσιμη, να είμαι καλή ασθενής, να μην εξωτερικεύω την αγωνία και τον πόνο μου, με την ελπίδα πως σε λίγες μέρες θα έκανα την ίδια ερώτηση και θα έπαιρνα μια καλύτερη, πιο αισιόδοξη απάντηση.
Ποια ήταν η ερώτηση που έκανες στη γιατρό σου; Ποιες ήταν οι σκέψεις σου εκείνες τις δύσκολες ώρες;
Η κυρία Καλοφώνου είναι πάντα λιγομίλητη. Στις πρώτες μας συζητήσεις, πήρα μια βαθιά ανάσα και βρήκα το θάρρος να τη ρωτήσω όλα αυτά που στριφογυρνούσαν συνεχώς στο μυαλό μου. Η ερώτηση ήταν: Τι είναι αυτό που μου έχει συμβεί, αν θα κάνω κάποιο χειρουργείο και πότε θα μπορέσω να πάω στο σπίτι μου. Μέχρι τότε πίστευα αφελώς πως σε 2-3 εβδομάδες θα γίνω καλά και θα βγω, δεν είχα καμία εικόνα της πραγματικότητας. Θυμάμαι πως μου είπε: «Αυτό που έχεις πάθει είναι πολύ σοβαρό, αυτό που σου έκαναν είναι πολύ κακό. Εγώ δεν είμαι εδώ για να εξετάσω το πώς και το γιατί συνέβη, εγώ είμαι εδώ για να γίνεις καλά. Θα πρέπει να οπλιστείς με υπομονή και να προετοιμαστείς για πολλά χειρουργεία». Στα λόγια της αυτά, θυμάμαι, μου κόπηκε η ανάσα. Ήταν η πρώτη φορά που αναρωτήθηκα τι έχω πάθει και χρειάζομαι τόσο πολλά χειρουργεία… Θα σου πω μερικά πράγματα για τις μέρες στο νοσοκομείο, για να μπορέσεις να με καταλάβεις. Πέρα από τους φρικτούς πόνους, ήμουν σε μεγάλο σοκ, δεν μιλούσα καθόλου, ούτε καν στη μητέρα μου. Προσπαθούσα να συγκροτήσω τις σκέψεις και τις δυνάμεις μου και να εξηγήσω με τη λογική όσα μου συνέβαιναν. Δεν ήξερα ποιος μου είχε επιτεθεί και γιατί βρισκόμουν σε αυτή την κατάσταση. Σκεφτόμουν πως –έστω συνειδητά– δεν έχω βλάψει κανέναν. Αναρωτιόμουν πώς ήταν δυνατόν να έχω ενοχλήσει κάποιον χωρίς να το έχω καταλάβει, ώστε να με μισεί τόσο που να με κυνηγά με μανία, ξανά και ξανά, για να με σκοτώσει. Δεν έβγαινε νόημα. Ένιωσα πως χάνω τη λογική μου και τον εαυτό μου. Σκεφτόμουν πως ή έχω τρελαθεί και δεν μου το λένε ή πως όλοι οι άλλοι είναι τρελοί. Μου είχε περάσει από το μυαλό ότι ίσως μου έχουν στήσει μια καλοστημένη φάρσα και παρακαλούσα κάποιος να βγει και να πει πως είναι όλα ψέματα… Επειδή το αριστερό μου μάτι ήταν σοβαρά τραυματισμένο και δεν είχα καλή όραση, με είχαν συμβουλεύσει οι γιατροί να κρατώ όσο μπορώ κλειστά τα μάτια μου για να επουλωθεί η ουλή από το έγκαυμα. Έτσι, δεν είχα καθαρή εικόνα του ευρύτερου χώρου όπου βρισκόμουν. Σκεφτόμουν, λοιπόν, μήπως δεν ήμουν στο Λάτσειο, όπως μου έλεγαν, αλλά με είχαν φέρει σε ψυχιατρική κλινική και μου το έκρυβαν. Όταν κάποια στιγμή ήρθε να με πάρει ο τραυματιοφορέας μου, ο Μιχάλης, να με μεταφέρει στην οφθαλμολογική κλινική για να με εξετάσουν, όπως ήμουν στο καροτσάκι, εξουθενωμένη και με θολή όραση, προσπαθούσα σε πόρτες, διαδρόμους και ασανσέρ να δω και να ελέγξω τις ταμπέλες για να επιβεβαιώσω πως όντως είμαι σε νοσοκομείο – και όταν είδα μια σχετική επιγραφή ένιωσα μεγάλη ανακούφιση.
Τη σοβαρότητα του τραυματισμού σου πότε τη συνειδητοποίησες;
Χρειάστηκα μήνες για να καταλάβω τι μου έχει συμβεί. Άργησα πολύ και θα εξηγήσω γιατί. Ρωτούσα τη γιατρό μου για ποιο λόγο δεν μπορούν να επουλωθούν τα τραύματα και μου έλεγε: «Έχεις εγκαύματα ολικού πάχους». Δεν αντιλαμβανόμουν τι είναι αυτό, δεν είχα ιατρικές γνώσεις. Μου εξηγούσε ότι η αναπλαστική λειτουργία είχε καταστραφεί, είχε καεί και προσπαθούσαν να αναπληρώσουν αυτή τη λειτουργία με μοσχεύματα. Για να το καταλάβω, μου εξηγούσε: «Όταν κάτι καίγεται, χάνεται για πάντα, εξαφανίζεται… Δεν μπορείς να έχεις το ίδιο δέρμα ξανά». Για να το καταλάβει κάποιος αυτό, αρκεί να σκεφτεί πως όταν σε έναν άνθρωπο συμβαίνει κάτι τέτοιο, μετά ζυγίζει λιγότερα κιλά, διότι έχει κάψει και έχει χάσει βασικά στοιχεία από τον οργανισμό του. Βέβαια, τότε δεν είχα ακόμα δει τι έχω πάθει.
Θυμάσαι μια στιγμή ελπίδας, κάτι που σου έδωσε κουράγιο, εκείνες τις μέρες στο νοσοκομείο;
Η πρώτη στιγμή που ένιωσα πολύ μεγάλη ανακούφιση ήταν η στιγμή της σύλληψης της γυναίκας που μου προκάλεσε αυτό το κακό. Κι αυτό δεν είχε να κάνει τόσο με το πρόσωπο της συγκεκριμένης, αλλά πως επιτέλους μέσα μου ηρέμησα γιατί η ένοχος δεν μπορεί πια να με βλάψει. Μέχρι τότε ζούσα με αυτό τον φόβο. Σκεφτόμουν την πόρτα να ανοίγει και να μπαίνει μέσα για να με σκοτώσει. Μέχρι να συλληφθεί ζούσα με διαρκή φόβο. Επειδή το φως ήταν επίπονο για εμένα, με ενοχλούσε, το δωμάτιό μου ήταν πάντα σκοτεινό με τα φώτα χαμηλωμένα. Μέσα στο σκοτάδι, λοιπόν, είχα μάθει να αναγνωρίζω τον ήχο του βηματισμού της μητέρας μου και πεταγόμουν όταν άκουγα έναν άλλο βηματισμό. Ρωτούσα αναστατωμένη ποιος είναι για να ακούσω τη φωνή και να βεβαιωθώ πως είναι κάποιος από το νοσηλευτικό προσωπικό. Μετά τη σύλληψή της, λοιπόν, μπορούσα πια να μη φοβάμαι για τη ζωή μου. Μέχρι τότε σκεφτόμουν ότι και να βγω από το νοσοκομείο θα κινδύνευα, αφού μια αγνώστου ταυτότητας γυναίκα θα με κυνηγά για να με σκοτώσει. Μετά τη σύλληψή της, όμως, τα βράδια στο νοσοκομείο έγιναν η στιγμή της ημέρας που μου έδινε ελπίδα. Τη νύχτα, όταν ερχόταν η ώρα του ύπνου, όλα ηρεμούσαν. Ήξερα πως δεν θα έρθει κανείς να μου κάνει άλλη μία επώδυνη αιμοληψία, πως δεν θα έρθουν να μου αλλάξουν τις γάζες και να τις ξεκολλούν από τους καμένους ιστούς, πως δεν θα έρθει κάποιος να μου κάνει ενέσιμες θεραπείες με κορτιζόνη στο μάτι, ούτε η γιατρός μου με λαβίδες, νυστέρι και απολυμαντικά για να αφαιρέσει καμένα κομμάτια από τη μύτη μου. Όλα αυτά για μένα ήταν η καθημερινή επώδυνη πραγματικότητα στο νοσοκομείο. Κάθε βράδυ, λοιπόν, ένιωθα πως κέρδιζα ακόμα μία μάχη, για να βάλω τα δυνατά μου για την επόμενη μέρα.
πηγη in.gr