Η γνωριμία και ο γάμος του με τη Βασιλική Μάρκου – Τα προβλήματα, ο χωρισμός και η απόφαση του Λυμπέρη να κάψει το σπίτι του – Οι τρεις συνεργοί του – Πώς έγινε το φρικιαστικό έγκλημα – Το σκηνικό της τραγωδίας, η σύλληψη του Λυμπέρη και των συνεργών του – Το δικαστήριο, η απόφαση και η εκτέλεση του Λυμπέρη
Τον τελευταίο καιρό είναι πολλά και διαδοχικά τα εγκλήματα που έχουν συγκλονίσει την κοινή γνώμη και έχουν προκαλέσει πολλές συζητήσεις. Η φρικτή δολοφονία της άτυχης Ελένης στη Ρόδο πέρα από όλα τα άλλα, έχει προκαλέσει στα τηλεοπτικά παράθυρα, τα σάιτ και τα σόσιαλ μίντια μεγάλες συζητήσεις. Ανάμεσα σε όλα όσα γράφονται ή ακούγονται ,δεσπόζουσα θέση κατέχει η συζήτηση για την επαναφορά της θανατικής ποινής στη χώρα μας για ειδεχθή εγκλήματα.
Τυπικά η θανατική ποινή καταργήθηκε το 1993 από την κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου, ουσιαστικά όμως έπαψε να ισχύει από το 1972, οπότε και εκτελέστηκε ο τελευταίος θανατοποινίτης στην Ελλάδα, ο Βασίλειος Λυμπέρης. Για την υπόθεση αυτή έχουν γραφτεί και ειπωθεί πολλά. Θα παραθέσουμε όμως και στο άρθρο μας αυτό, στοιχεία που δεν υπάρχουν αλλού, καθώς την υπόθεση Λυμπέρη περιγράφει ανάμεσα σε δεκάδες άλλες, ο “πατριάρχης του αστυνομικού ρεπορτάζ” στη χώρα μας Πάνος Σόμπολος στο βιβλίο του “Οι Αστέρες του Εγκληματικού Πανθέου”.
Ο μοιραίος γάμος
Στις αρχές Μαΐου 1967 ο Γιώργος Λυμπέρης, πατέρας του Βασίλη Λυμπέρη, νοσηλευόταν μετά από έμφραγμα που είχε υποστεί στο Λαϊκό Νοσοκομείο Αθηνών. Στο ίδιο νοσοκομείο και στον ίδιο θάλαμο νοσηλευόταν και ο Π. Μάρκου. Κατά τις επισκέψεις στον πατέρα της η Βασιλική Μάρκου, γνώρισε τον ηλεκτρολόγο Β.Λυμπέρη και τον ερωτεύτηκε. Στις 19 Αυγούστου 1967 οι δύο νέοι αρραβωνιάστηκαν. Ο Λυμπέρης ήταν τότε 22 ετών και η Βασιλική 19. Στις 17 Δεκεμβρίου 1967 έγινε ο γάμος τους. Οι δύο νέοι εγκαταστάθηκαν στο σπίτι της Βασιλικής στη Μεταμόρφωση Χαλανδρίου ,στο τέρμα της οδού 28ης Οκτωβρίου. Σύντομα όμως άρχισαν τα προβλήματα. Έντονοι διαπληκτισμοί, συνεχείς φιλονικίες και καβγάδες. Ο Λυμπέρης αργότερα ισχυρίστηκε ότι είχε ζητήσει από σύζυγό του να χωρίσουν πριν αποκτήσουν παιδιά, αυτή όμως δεν δεχόταν γιατί τον αγαπούσε πολύ και πίστευε ότι η κατάσταση σταδιακά θα βελτιωνόταν.
Στις 26 Ιουνίου 1969 γεννήθηκε το πρώτο παιδί του ζευγαριού η Παναγιώτα, ένα πανέμορφο κοριτσάκι, ενώ αργότερα γεννήθηκε το δεύτερο παιδί τους ο Γιώργος.
Ενώ η Βασιλική ήταν έγκυος στο δεύτερο παιδί τους οι τσακωμοί στο οικογενειακό περιβάλλον εντάθηκαν, κυρίως ανάμεσα στον Λυμπέρη και την πεθερά του. Έτσι εκείνος αποφάσισε να εγκαταλείψει την οικογένειά του και να εγκατασταθεί σε σπίτι στην πλατεία Βάθη στην οδό Σωνιέρου 15, όπου πλέον ζούσε μόνος του. Συγγενείς και φίλοι της οικογένειας κατηγορούσαν τον Λυμπέρη ότι μεταχειριζόταν άσχημα τη Βασιλική, μεθούσε και σπαταλούσε πολλά χρήματα σε κέντρα διασκέδασης συχνά με συντροφιά γυναικών, ενώ είχε πουλήσει κι ένα προικώο οικόπεδο. Τα χρήματα που εισέπραξε από την πώληση τα ξόδεψε σε ασωτίες και διασκεδάσεις.
Κάποιοι έλεγαν ότι δεν πρόσεχε καθόλου την οικογένειά του και ότι έπαιρνε χρήματα από την πεθερά του τα οποία δεν τα επέστρεφε ποτέ. Η σύζυγός του, Βασιλική ωστόσο ήταν ερωτευμένη μαζί του. Ο Λυμπέρης υποστήριζε ότι η Βασιλική δεν ήταν καλή νοικοκυρά, ότι δεν ταίριαζαν καθόλου και ότι δεν άξιζε να είναι γυναίκα του.
Το σατανικό σχέδιο
Τα Χριστούγεννα του 1971, στην οδό Σωνιέρου, ο Λυμπέρης γνωρίστηκε με τρεις νεαρούς που έμεναν στην ίδια πολυκατοικία. Τον 20χρονο Αθανάσιο Σταμάτη, τον 25χρονο Θεόδωρο Καπρέτσο και τον 18χρονο Παύλο Αγγελόπουλο. Ένα βράδυ, εμφανώς πιωμένος, ο Λυμπέρης τους είπε ότι κάποιος φίλος του είχε κάψει το σπίτι και την οικογένειά του και δεν είχε συλληφθεί και ότι θα έκανε και αυτός το ίδιο. Ο Αγγελόπουλος του είπε ότι δεν έπρεπε να κάνει κάτι τέτοιο και να λύσει “ειρηνικά” τις διαφορές του με τη σύζυγο και την πεθερά του. Ο Λυμπέρης ήταν όμως αποφασισμένος. Είχε εγκαταλείψει τη δουλειά του (ήταν ηλεκτρολόγος) και τον απασχολούσε μόνο το πώς θα πραγματοποιήσει το εγκληματικό του σχέδιο. Λέγοντας στους υπόλοιπους ότι η πεθερά και η γυναίκα του είχαν μεγάλη περιουσία, έπεσε αρχικά τον Αγγελόπουλο, υποσχόμενος ότι θα του αγοράσει αυτοκίνητο και θα του δώσει χρήματα, αν τον βοηθήσει, ενώ το ίδιο έγινε στη συνέχεια με τον Καπρέτσο και τον Σταμάτη.
Το φρικτό έγκλημα
Ο Λυμπέρης έπεισε τον Αγγελόπουλο να βάλουν φωτιά στο σπίτι όπου έμενε η οικογένεια του ενώ θα έλειπαν όλοι απ’ αυτό.
Ένα βράδυ, ο Λυμπέρης με τον Αγγελόπουλο πήγαν στο σπίτι στη Μεταμόρφωση Χαλανδρίου με ένα μπιτόνι βενζίνη. Τελικά δεν πραγματοποίησαν το σχέδιό τους είτε γιατί η βενζίνη ήταν λίγη είτε γιατί μέσα στο σπίτι βρίσκονταν και τα παιδιά.
Ωστόσο μερικές μέρες αργότερα έγινε τελικά το φρικτό έγκλημα. Στις 2.10 τη νύχτα της 5ης Ιανουαρίου 1972 ο Λυμπέρης, ο Αγγελόπουλος και ο Καπρέτσος μπήκαν στο αυτοκίνητο του πρώτου και ξεκίνησαν αποφασισμένοι να πραγματοποιήσουν όσα είχαν σχεδιάσει. Ο Λυμπέρης, ο οποίος είχε απειλήσει τους άλλους δύο ότι θα τους σκοτώσει αν μιλήσουν στην αστυνομία, αγόρασε από ένα πρατήριο υγρών καυσίμων στη Λεωφόρο Κηφισίας μεγάλη ποσότητα βενζίνης.
Φτάνοντας στο σπίτι άφησαν τον Καπρέτσο σαν τσιλιαδόρο να τους “σφυρίξει” αν έβλεπε ή άκουγε κάτι ύποπτο. Ο Αγγελόπουλος με δύο μπιτόνια βενζίνης προχώρησε προς την είσοδο. Ακολούθησε ο Λυμπέρης που κρατούσε το τρίτο μπιτόνι. Άνοιξε την πόρτα και άφησε το κλειδί πάνω στην κλειδαριά. Ο Αγγελόπουλος ξαφνικά μετάνιωσε, ο Λυμπέρης όμως τον απείλησε ότι θα τον σκοτώσει και έτσι συνέχισε τη δράση του. Με ένα μπιτόνι βενζίνη στα χέρια ο καθένας (το τρίτο το είχαν αφήσει στην είσοδο) μπήκαν στο σπίτι. Ο Αγγελόπουλος πήγε στο δωμάτιο που κοιμόταν η πεθερά του Λυμπέρη, ενώ δίπλα της σε μία κούνια κοιμόταν το αγοράκι. Ο Λυμπέρης πήγε στο δωμάτιο όπου κοιμόταν η γυναίκα του με την μικρή κόρη τους. Πρώτος ο Αγγελόπουλος άδειασε τη βενζίνη στο δωμάτιο της πεθεράς του Λυμπέρη. Άναψε ένα σπίρτο, το οποίο έσπασε. Στη συνέχεια, άναψε και δεύτερο. Το ίδιο έκανε και ο Λυμπέρης στο άλλο δωμάτιο.
Ακολούθησαν κόλαση φωτιάς, εκρήξεις και κραυγές απόγνωσης από τις δύο γυναίκες και τα μικρά παιδιά. Παντού φλόγες και καπνοί. Η Βασιλική πετάχτηκε από το κρεβάτι της και προσπάθησε να τηλεφωνήσει στην Αστυνομία και την Πυροσβεστική, όμως ο Λυμπέρης με μίσος και μανία την έπιασε από τα μαλλιά και την έριξε στις φλόγες, ενώ παράλληλα καθώς ήταν πεσμένη κάτω, την πατούσε στο στήθος με το πόδι για να μην γλιτώσει, λέγοντας της “τώρα θα τα πληρώσεις όλα…”.
Ο Αγγελόπουλος ακούγοντας τις κραυγές των γυναικών και των παιδιών, λύγισε. Πήρε το τρίτο μπιτόνι με τη βενζίνη και προσπάθησε να το αδειάσει πάνω στον Λυμπέρη για να τον κάψει. Αργότερα ισχυρίστηκε ότι το έκανε αυτό επειδή ο Λυμπέρης τους είπε ψέματα πως τα παιδιά δεν ήταν στο σπίτι. Τελικά ο Λυμπέρης κρύφτηκε πίσω από μία πόρτα και γλίτωσε. Αμέσως μετά, Λυμπέρης, Αγγελόπουλος και Καπρέτσος επέστρεψαν στην Πλατεία Βάθη.
Ο Λυμπέρης που είπε στους άλλους δύο “ό,τι έγινε έγινε, μη μιλήσει κανείς”, είχε εγκαύματα στο πρόσωπο, τα χέρια και τα πόδια, ενώ τα ρούχα των δύο δραστών είχαν καεί σε αρκετά σημεία. Αφού άλλαξαν, έδωσαν τα καμένα ρούχα στον Σταμάτη ο οποίος τα πέταξε σε ένα κάδο απορριμμάτων.
Η αποκάλυψη του εγκλήματος
Στις 5 το πρωί, ο Αντώνης Στρογγυλούδης, σύζυγος της αδελφής της Βασιλικής, Ευαγγελίας, περνώντας από το σπίτι της πεθεράς του με το αυτοκίνητό του για να πάει στη δουλειά, είδε να βγαίνουν από μέσα καπνοί. Έτρεξε και κατάφερε να μπει στο σπίτι. Πίσω από την πόρτα ήταν πεσμένη και βογκούσε η κουνιάδα του η Βασιλική. Λίγο πιο πέρα βρισκόταν ο Γιωργάκης που σημειωτέον την επόμενη μέρα θα γιόρταζε τα γενέθλιά του. Η Παναγιώτα βρισκόταν στο δωμάτιο όπου κοιμόταν με τη γιαγιά της η οποία βρέθηκε στο μπάνιο. Σε λίγο έφτασε η αδελφή της Βασιλικής, Ευαγγελία που όπως είπε ένιωσε ανατριχίλα καθώς το θέαμα ήταν φρικτό. Η Βασιλική ήταν μισοπεθαμένη, με καθολικά εγκαύματα. Την μετέφεραν στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Αθηνών. Δεν άντεξε. Το βράδυ ξεψύχησε, πρόλαβε όμως στο νοσοκομείο να πει λίγα λόγια στη θεία της Αθήνα Μάρκου που ήταν μοναχή και έφερε το όνομα Φιλοθέη και στους γιατρούς. Τους αποκάλυψε ότι δράστης του στυγερού εγκλήματος ήταν ο σύζυγός της. Στο γιατρό Νίκο Σγούρδα είπε ότι γνώριζε και για την εξωσυζυγική σχέση του άντρα της με κάποια Μαρία, 18 ετών τότε, και πρόσθεσε ότι ίσως ο Λυμπέρης έκανε το έγκλημα γιατί στις 18 Ιανουαρίου θα γινόταν η δίκη για τη διατροφή που έπρεπε να πληρώσει. Εντυπωσιακό είναι ότι η Βασιλική είπε στο γιατρό “Μην του κάνετε κακό, μην του κάνετε κακό…”. Δυστυχώς, λίγες ώρες αργότερα, υπέκυψε.
Ο προϊστάμενος τότε της ιατροδικαστικής υπηρεσίας Σωκράτης Καψάσκης, είπε: “Πρόκειται για το ανατριχιαστικότερο έγκλημα που έγινε ποτέ στην Ελλάδα. Απαισιότερο έγκλημα δεν έχω ιδεί στα 30 χρόνια της σταδιοδρομίας μου ως ιατροδικαστού”.
Οι δύο γυναίκες είχαν εγκαύματα στο 95% του σώματός τους. Μάλιστα η Βασιλική είχε τυφλωθεί, ενώ τα δύο παιδάκια είχαν εγκαύματα στο 75% του σώματός τους. Την Πέμπτη 6 Ιανουαρίου 1972, έγινε η κηδεία των τεσσάρων θυμάτων του Λυμπέρη και των συνεργών του.
Η αποκάλυψη των δολοφόνων
Ο Λυμπέρης είχε συμβουλεύσει τους συνεργούς του να πουν ότι μέχρι τα μεσάνυχτα έπαιζαν χαρτιά και έπειτα κοιμήθηκαν για να πάνε το πρωί στις δουλειές τους. Για τα εγκαύματά του ο ίδιος θα ισχυριζόταν ότι πήρε φωτιά το καμινέτο ενώ έφτιαχνε καφέ και κάηκε. Μάλιστα στον πατέρα του που του τηλεφώνησε να μάθει τι έγινε, έκανε τον ανήξερο. Βέβαιος ότι και τα τέσσερα μέλη της οικογένειάς του ήταν νεκρά, ξεκίνησε και πήγε στο σπίτι στη Μεταμόρφωση Χαλανδρίου. Πολύς κόσμος ήταν μαζεμένος. Όλοι πίστευαν ότι το σπίτι πήρε φωτιά από τη σόμπα ή κάποιο άλλο τυχαίο γεγονός. Ο Λυμπέρης φαινόταν θλιμμένος και συγκλονισμένος από το κακό που τον βρήκε. Εκείνη τη μέρα κυκλοφόρησαν έκτακτες εκδόσεις για το περιστατικό το οποίο απέδιδαν σε τυχαίο γεγονός. Ο Λυμπέρης όταν διάβασε τα όσα γράφονταν ήταν πλέον σίγουρος ότι έχει διαπράξει το τέλειο έγκλημα. Σύντομα όμως, η μοναχή Φιλοθέη τηλεφώνησε στον συνταγματάρχη της χωροφυλακής Μαυροειδή, τον ενημέρωσε για τις αποκαλύψεις της ανιψιάς της.
Ο Λυμπέρης οδηγήθηκε στο Τμήμα Χαλανδρίου και ανακρίθηκε. Αρχικά είπε όλα όσα είχε προετοιμάσει από πριν. Σύντομα κλήθηκαν για κατάθεση και οι Αγγελόπουλος-Καπρέτσος. Ο Λυμπέρης αν και δεν μπορούσε να δικαιολογήσει τα εκτεταμένα εγκαύματα, εξακολουθούσε να παριστάνει τον αθώο. Όταν όμως έφτασε στο τμήμα η μοναχή Φιλοθέη που αποκάλυψε ό,τι της είχε πει η Βασιλική, ο Λυμπέρης που νόμιζε ότι η σύζυγός του ήταν νεκρή, λύγισε και ομολόγησε. Το ίδιο έκαναν μετά και οι δύο συνεργοί του. Την επόμενη ημέρα έγινε η αναπαράσταση του εγκλήματος. 1.500 άτομα είχαν συγκεντρωθεί, τα οποία έβριζαν και καταριόνταν τους φονιάδες, ενώ ζητούσαν να τους εκτελέσουν. Η υπόθεση για πολλές μέρες απασχόλησε την κοινή γνώμη, ενώ το γεγονός μεταδόθηκε και στο εξωτερικό από τα διεθνή πρακτορεία.
Η δίκη
Η εκδίκαση της υπόθεσης ξεκίνησε στις 5 Μαΐου 1972, ημέρα Παρασκευή. Πρόεδρος του δικαστηρίου ήταν ο Κ. Ποταμιάνος και εισαγγελέας ο Γ. Δημητριάδης. Ο Λυμπέρης στην απολογία του ισχυρίστηκε ότι αιτία για τα προβλήματα στον γάμο του ήταν η πεθερά του. Πίστευε ότι αν έκαιγε το σπίτι η γυναίκα του και τα παιδιά του θα ερχόταν να μείνουν μαζί του. Αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι γνώριζε πως η Βασιλική και τα δύο μικρά βρίσκονταν εκείνο το βράδυ στο σπίτι και πως ζήτησε και μόνος του από τον ανακριτή να του επιβληθεί η ποινή του θανάτου αν οι Αρχές πίστευαν ότι είχε σκοπό να κάψει τέσσερις ανθρώπους. Οι άλλοι τέσσερις κατηγορούμενοι παραδέχθηκαν την τους και δήλωσαν μετανιωμένοι. Το μεσημέρι της Κυριακής 7 Μαΐου 1972, το δικαστήριο εξέδωσε την απόφαση του. Ο Λυμπέρης και ο Αγγελόπουλος καταδικάστηκαν 4 φορές σε θάνατο, ο Καπρέτσος σε ισόβια κάθειρξη και ο Σταμάτης σε φυλάκιση τριών ετών. Το ακροατήριο ξέσπασε σε χειροκροτήματα στο άκουσμα των ποινών. Ο Λυμπέρης μεταφέρθηκε αρχικά στις φυλακές της Αίγινας, όπου κρατήθηκε σε ειδικό χώρο και όχι σε κελί, από φόβο μήπως οι άλλοι κρατούμενοι τον κακοποιήσουν ή τον σκοτώσουν.
Η τελευταία εκτέλεση
Αργότερα, μεταφέρθηκε στις φυλακές Αλικαρνασσού στο Ηράκλειο της Κρήτης. Η αίτησή του για απονομή χάριτος απορρίφθηκε και έτσι βρέθηκε απέναντι στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Στις 5.50 το πρωί της Παρασκευής 25 Αυγούστου 1972, μεταφέρθηκε στην ορεινή θέση “Δύο Αοράκια” στο πεδίο βολής της Σχολής Εφέδρων Αξιωματικών Πεζικού (ΣΕΑΠ), κοινώνησε από δύο ιερείς, τους Κωνσταντίνο Ασπετάκη και Μανώλη Ανδριανάκη. Ο Εισαγγελέας Α. Νικολόπουλος τον ρώτησε αν είχε κάποια επιθυμία ή αν ήθελε να πει κάτι. Εκείνος όμως σκυμμένος όλη την ώρα απάντησε αρνητικά. Ο Λυμπέρης εκτελέστηκε από 12μελές απόσπασμα. Μόνο τα 6 από τα 12 όπλα περιείχαν πυρά για να μην γνωρίζει κάθε στρατιώτης αν από δική του σφαίρα σκοτώθηκε ο καταδικασμένος σε θάνατο. Ο Λυμπέρης τάφηκε στη Νέα Αλικαρνασσό Ηρακλείου.
Ο Αγγελόπουλος δεν εκτελέστηκε καθώς δεν είχε συμπληρώσει τα 18 του χρόνια. Αργότερα έγινε αναστολή της εκτέλεσης και το 1975 η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, του απονεμήθηκε χάρη και μετά από 20 χρόνια στη φυλακή αφέθηκε ελεύθερος.
Οι σατανάδες της νύχτας
Η υπόθεση Λυμπέρη μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο. Στις 25 Σεπτεμβρίου 1972 (πραγματικά εντυπωσιακά γρήγορα) έγινε η πρώτη προβολή της ταινίας “Σατανάδες της Νύχτας” που ήταν βασισμένη στα γεγονότα που αναφέραμε. Σκηνοθέτης της ταινίας ήταν ο Μάριος Ρετσίλας και σεναριογράφος ο Βασίλης Μανουσάκης. Τον Βασίλη Λυμπέρη ενσάρκωσε ο έξοχος ηθοποιός Γιάννης Κατράνης. Πρωταγωνιστούσαν ακόμα οι Άρης Μιχόπουλος, Μάκης Γιαννόπουλος Χρήστος Καλαβρούζος, Βαγγέλης Τραϊφόρος, Κική Γρηγορίου, Μαρία Συνοδινού, Μάνος Βενιέρης και άλλοι. Η ταινία έκοψε 56.650 εισιτήρια (33η ανάμεσα σε 66 ταινίες της σεζόν 1972-73, με πρώτη τη “Μαρία της Σιωπής”, με 202. 403 εισιτήρια).
(Α. Ρουβάς – Χ. Σταθακόπουλος, “Ελληνικός Κινηματογράφος” και Στάθης Βαλούκος, “Φιλμογραφία Ελληνικού Κινηματογράφου”)
Αυτή ήταν και η τελευταία εκτέλεση θανατοποινίτη στη χώρα μας. Όσες φορές στη συνέχεια επιβλήθηκε η θανατική ποινή στη χώρα μας δεν εκτελέστηκε. Η οριστική κατάργηση της θανατικής ποινής έγινε από την κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου τον Δεκέμβριο του 1993.
Πηγή: Πάνος Σόμπολος, “Οι Αστέρες του Εγκληματικού Πανθέου, όπως τους έζησα”, εκδόσεις Πατάκη 2017.