Αποκαλυπτικά δεδομένα της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων φέρνουν στην επιφάνεια τη σκληρή αλήθεια για τη φοροδιαφυγή στην Ελλάδα, αναδεικνύοντας μια εικόνα που απέχει πολύ από την πραγματικότητα της αγοράς. Επαγγελματίες σε τομείς όπως τα μπαρ, τα εστιατόρια και τα κομμωτήρια δηλώνουν εισοδήματα τόσο χαμηλά, που σε αρκετές περιπτώσεις δεν ξεπερνούν καν τον βασικό μισθό.
Τα πιο πρόσφατα ευρήματα, τα οποία προήλθαν από διασταυρώσεις φορολογικών δηλώσεων και τεκμηρίων διαβίωσης, δείχνουν ότι η πλειονότητα των επαγγελματιών στους συγκεκριμένους κλάδους εμφανίζει ζημιές, παρά το γεγονός ότι η δραστηριότητά τους είναι έντονη και ο κύκλος εργασιών τους σημαντικός. Το φαινόμενο αυτό αποκαλύπτει το μέγεθος της φορολογικής παραβατικότητας και τη βαθιά ριζωμένη νοοτροπία της απόκρυψης εισοδημάτων.
Η εικόνα γίνεται ακόμη πιο χαρακτηριστική μέσα από συγκεκριμένα παραδείγματα. Επαγγελματίες όπως οι ελαιοχρωματιστές δηλώνουν μέσο μηνιαίο εισόδημα μόλις 345 ευρώ, ενώ οι ψυκτικοί εμφανίζουν περίπου 550 ευρώ. Οι κομμωτές, από την άλλη, δηλώνουν κατά μέσο όρο λιγότερα από 300 ευρώ τον μήνα, ποσά που δεν αντιστοιχούν σε πραγματικές συνθήκες διαβίωσης ούτε αντικατοπτρίζουν τη ζήτηση που υπάρχει στους κλάδους αυτούς. Παρά τα χαμηλά αυτά δηλωμένα εισοδήματα, οι φόροι που τους επιβάλλονται λόγω τεκμηρίων είναι συχνά πολλαπλάσιοι, οδηγώντας σε παράλογες καταστάσεις όπου επαγγελματίες με «μηδενικά» κέρδη φορολογούνται σχεδόν όσο και ένας μισθωτός εργαζόμενος.
Το παράδοξο γίνεται ακόμη πιο έντονο αν συγκριθεί με τη φορολογική επιβάρυνση ενός υπαλλήλου που λαμβάνει 1.470 ευρώ τον μήνα και πληρώνει περίπου 2.000 ευρώ φόρο τον χρόνο. Με άλλα λόγια, ένας εργαζόμενος με σταθερό εισόδημα φορολογείται σχεδόν το ίδιο με επαγγελματίες που δηλώνουν εισοδήματα κάτω από το όριο της φτώχειας. Η ανισορροπία αυτή δείχνει τις στρεβλώσεις ενός συστήματος που αφήνει περιθώρια για εκτεταμένη φοροδιαφυγή, ενώ την ίδια στιγμή επιβαρύνει δυσανάλογα όσους τηρούν τις υποχρεώσεις τους.
Μπροστά σε αυτή την κατάσταση, η ΑΑΔΕ σχεδιάζει την ενίσχυση των ελέγχων και τη διεύρυνση των ηλεκτρονικών διασταυρώσεων. Εξετάζεται η υποχρεωτική χρήση ηλεκτρονικής τιμολόγησης και η αξιοποίηση τραπεζικών δεδομένων, ώστε να εντοπίζονται πιο αποτελεσματικά περιπτώσεις απόκρυψης εισοδημάτων. Παράλληλα, η εφαρμογή τεχνολογικών εργαλείων, όπως η τεχνητή νοημοσύνη, αναμένεται να συμβάλει στην ανίχνευση ύποπτων συναλλαγών και στην αποκατάσταση μεγαλύτερης διαφάνειας.
Η αποκάλυψη αυτών των στοιχείων δεν αποτελεί απλώς μια στατιστική παρατήρηση, αλλά ένα καμπανάκι για την ανάγκη βαθύτερων αλλαγών στη φορολογική κουλτούρα και στη λειτουργία του κράτους. Η φοροδιαφυγή, πέρα από οικονομικό πρόβλημα, συνιστά ζήτημα δικαιοσύνης και ισονομίας, καθώς υπονομεύει την εμπιστοσύνη των πολιτών και εντείνει τις κοινωνικές ανισότητες.







