Η απόφαση αφορά 600.000 εργαζόμενους από 1η Φεβρουαρίου – Τι δείχνουν τα στοιχεία της Εργάνης και ποιες οι ενστάσεις των επαγγελματικών φορέων – Τα προβλήματα που προκύπτουν από την απόφαση της κυβέρνησης, δίχως προβλεπόμενα αντίμετρα
Αγνοώντας την σκληρή πραγματικότητα στην αγορά εργασίας και τις συστάσεις των δανειστών, η κυβέρνηση «πλειοδότησε», ανακοινώνοντας αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 11% και του υποκατώτατου κατά 27% για τους νέους κάτω των 25 ετών.
Αυτό σημαίνει ότι για 600.000 εργαζόμενους ο νέος μισθόςπου θα ισχύσει από την 1η Φεβρουαρίου θα διαμορφωθεί στα 650 ευρώ (546 ευρώ καθαρά ) από 586 (492 ευρώ καθαρά) που είναι σήμερα.
Ο ΣΕΒ έχει ήδη εκφράσει τις ενστάσεις του για την αύξηση των μισθών στους προβληματικούς κλάδους (οι κλωστουφαντουργίες έστειλαν ήδη επιστολή διαμαρτυρίας ) ενώ η ΓΣΕΒΕΕ επισημαίνει ότι θα έπρεπε η αύξηση να συνοδευτεί με μέτρα φορολογικής ελαφρυνσης, ώστε να μένει διαθέσιμο εισόδημα στους εργαζόεμνους.
Ωστόσο παράγοντες της αγοράς φοβούνται ότι μικρές επιχειρήσεις και εργοδότες που δεν αντέχουν η δε θέλουν να χορηγήσουν αυξήσεις, θα μετατρέψουν σε σύμβαση μερικής απασχόληση τη σύμβαση πλήρους με αποτέλεσμα να μειώσουν αντί να αυξήσουν το μισθό.
Το 2018, σύμφωνα με την Εργάνη 422.0000 εργαζόμενοι εργάζονταν με μερική η εκ περιτροπής απασχόληση από τους οποίου οι 213.000 αμείβονταν με μισθό κάτω από 600 ευρώ μηνιαίως .
Ανησυχία υπάρχει και για την αύξηση του αφορολόγητου που θα εκμηδενίζει την όποια αύξηση.
Ο κατώτατος μισθός αποτελεί βάση υπολογισμού αμοιβών , παροχών και εισφορών με αποτέλεσμα η αύξηση του να έχει τόσο θετική όσο και αρνητική επίπτωση . Έτσι, ανάλογα με το ποσοστό αύξησης , αντίστοιχα θα αυξηθεί η αμοιβή για τη μερική απασχόληση, οι τριετίες,το επίδομα ανεργίας , η παροχή μητρότητας, το επίδομα επίσχεσης εργασίας ή διακοπής εργασιών της επιχείρησης, το επίδομα διαθεσιμότητας, η αποζημίωση ασκουμένων σπουδαστών, και τα άλλα επιδόματα , συνολικά 24 ,που καταβάλλει ο ΟΑΕΔ σε 280.000 πολίτες.
Οι δανειστές πάντως στην πρόσφατη επίσκεψή τους στην Αθήνα προέβαλαν ενστάσεις για την κατάργηση του υποκατώτατου μισθού και συνέστησαν «προσεκτική» αύξηση του κατώτατου μισθού ώστε το ποσοστό της αύξησης να είναι άμεσα συνδεδεμένο με τη μέση παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας και να λαμβάνει υπόψη το ποσοστό της ανεργίας ώστε να μην πισωγυρίσει η αγορά εργασίας στις υπερβολές του παρελθόντος.
Αντίθετα αναμένεται να αυξηθεί κατά 17.3 ευρώ η κατώτατη εισφορά που έχει θεσπιστεί για τους ελεύθερους επαγγελματίες και από 157.9 μηνιαίως μηνιαίως να ανέλθει στα 175.2 με αποτέλεσμα να απορροφηθεί το όποιο κέρδος από την πρόσφατη μείωση των εισφορών.
Το επίδομα ανεργίας με την αύξηση 11% θα ανέλθει στα 399.6 ευρώ από 360 που είναι σήμερα.Ο ΟΑΕΔ που θα υποστεί τη μεγαλύτερη επιβάρυνση υπολογίζει πως η αυξηση 11% θα του κοστίσει 116.831.000 ευερω
Όσον αφορά στις 3ετίες, υπενθυμίζεται πως από το 2012 έχει ανασταλεί η προσαύξηση του μισθού για προϋπηρεσία που συμπληρώνεται μετά τις 14/2/2012, έως ότου η ανεργία πέσει κάτω από 10%. Η σκληρή πραγματικότητα στην αγορά εργασίας είχε ως αποτέλεσμα οι περισσότεροι εργαζόμενοι να χάσουν τις τριετίες τους καθώς απολύθηκαν , μετακινήθηκαν η πέρασαν στη μερική απασχόληση. Οι λίγοι τυχεροί που είχαν έως το 2012 συμπληρώσει προϋπηρεσία ,δικαιούνται προσαύξηση 10% για κάθε τριετία και έως τρεις τριετίες και συνολικά 30% για 9 έτη και άνω. Έτσι για παράδειγμα , αν ο μισθός αυξηθεί 11% με μια τριετία θα στα 715 ευρώ και με τρεις τριετίες στα 845 ευρώ.
Αντίστοιχη αύξηση θα έχει και το επίδομα γάμου, 10% επί του μισθού, το οποίο διασώζεται μέσω της Εθνικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας που αναμένεται να υπογράψουν και φέτος οι εργοδοτικοί φορείς με τη ΓΣΕΕ.
Στην ανακοίνωσή της η ΓΣΕΒΕΕ τάσσεται υπέρ της αύξησης του κατώτατου μισθού επ[ιισημαίνονταις ότι αν δε συνδυαστεί με μέτρα ελάφρυνσης για μισθωτούς και επιχειρήσεις, δεν θα έχει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.
Στο πλαίσιο αυτό η εξαγγελία του Πρωθυπουργού για αύξηση του κατώτατου μισθού στα 650 € θα πρέπει να συνοδευτεί με πρωτοβουλίες προς δυο κύριες κατευθύνσεις. Η πρώτη από αυτές σχετίζεται με την διεύρυνση του αφορολογήτου ποσού για τους μισθωτούς έτσι ώστε το διαθέσιμο εισόδημα τους να ανταποκρίνεται σε αυτή την αύξηση. Η δεύτερη πρωτοβουλία σχετίζεται με την μείωση του μη μισθολογικού κόστους, όπως για παράδειγμα η άμεση κατάργηση της επιπλέον εισφοράς 1% επί των ασφαλιστικών εισφορών του άρθρου 97 του Ν. 4387/2016.
Για την ΓΣΕΒΕΕ η οποιαδήποτε αύξηση στους μισθούς των εργαζομένων δεν θα πρέπει να εξουδετερώνεται από μια επιπλέον διεύρυνση της «φορολογικής σφήνας» η οποία στην χώρα μας είναι ήδη πολύ υψηλή.
Υπενθυμίζεται ότι πάγια θέση της ΓΣΕΒΕΕ είναι η αποκατάσταση των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων μέσω της επαναφοράς της αποφασιστικής συμμετοχής των κοινωνικών εταίρων (εργοδοτών και εργαζομένων) στον καθορισμό του κατώτατου μισθού.
Σημειώνουμε ότι ο μηχανισμός καθορισμού του κατώτατου μισθού (ν.4172/2013) με τον οποίο ουσιαστικά αντικαταστάθηκε ο κοινωνικός διάλογος θα ήταν ιδιαίτερα ωφέλιμος υπό την προϋπόθεση ότι θα αποτελούσε εργαλείο των κοινωνικών εταίρων και όχι των κυβερνήσεων.
Τέλος, ένα ακόμα ζήτημα που πρέπει να διευθετηθεί, αφορά στις ασφαλιστικές εισφορές των μη μισθωτών που υπολογίζονται με βάση τον εκάστοτε κατώτατο μισθό. Αυτό σημαίνει ότι εάν δεν υπάρξει σχετική μέριμνα περίπου 1 εκατομμύριο μη μισθωτοί θα κληθούν να καταβάλουν αυξημένες ασφαλιστικές εισφορές το επόμενο διάστημα.
Εντονη είναι και η αντίδραση της ΓΣΕΕ που κατηγορεί την κυβέρνηση ότι χρησιμοποιεί την αύξηση
ως φύλλο συκής για τη μην αποδεχτεί το αίτημα της ΓΣΕΕ για άμεση επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ , δίνοντας έμφαση σε 4 ερωτήματα :
1. Είναι πραγματική η αύξηση; Η αύξηση κατά περίπου 11% του κατώτατου μισθού αντισταθμίζει στο μισό την απώλεια του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων που επιβλήθηκε το 2012. Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι εάν παράλληλα εφαρμοστεί η ήδη ψηφισμένη μείωση του αφορολόγητου, η αύξηση αυτή θα εξανεμιστεί από τη φορολογία, λαμβάνοντας υπόψη ότι ήδη οι εργαζόμενοι είναι τα μεγάλα υποζύγια και πιθανά τα πιο συνεπή του φορολογικού συστήματος. Οι εργαζόμενοι θα κληθούν να επιστρέψουν στο Κράτος σχεδόν ολόκληρο το ποσό της αύξησης, καθώς μεγάλο μέρος του αφορολογήτου, μέχρι τώρα εισοδήματός τους ,θα φορολογείται πλέον με συντελεστή 22%, σύμφωνα με τα μέχρι τώρα ισχύοντα.
2. Λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες βιοπορισμού των εργαζομένων; Είναι απαράδεκτο, ιδιαίτερα μετά την πολυδιαφημιζόμενη τυπική έξοδο από τα Μνημόνια, να ενεργοποιείται ο μνημονιακός νόμος του 2013 με προκλητική απουσία από τα κριτήρια αναφοράς της βιοποριστικής λειτουργίας του μισθού, όπως αυτό αναφέρεται στην απόφαση της επιτροπής του Συμβουλίου της Ευρώπης στην οποία προσέφυγε η ΓΣΕΕ. Τη δυνατότητα δηλαδή των εργαζομένων να καλύπτουν τις βιοτικές ανάγκες τους από το μισθό τους, δεδομένου μάλιστα ότι μετά τη διοικητική παρέμβαση της 6ης ΠΥΣ το 2012 και τις μειώσεις στους μισθούς και τα επιδόματα που επέβαλε στην τότε ισχύουσα ΕΓΣΣΕ, σε συνδυασμό και με την εκρηκτική αύξηση των ελαστικών μορφών απασχόλησης, η αγοραστική ικανότητα του κατώτατου μισθού έχει μειωθεί δραματικά.
3. Η αύξηση αυτή θα έχει αναδρομικό χαρακτήρα για το 2018; Η Κυβέρνηση αποφεύγει να πει κι εδώ την αλήθεια, ότι δηλαδή η αύξηση θα δοθεί εφάπαξ για το 2019(και μάλιστα από 1/2/19 δηλ. για 11 μήνες), ενώ δεν θα πραγματοποιηθεί νέα διαδικασία αύξησης του κατώτατου μισθού για το 2019. Κυβερνητικοί αξιωματούχοι έχουν δηλώσει ρητά, ότι επόμενη διαδικασία ρύθμισης του κατώτατου μισθού/ημερομισθίου θα γίνει το 2020. Επίσης η Κυβέρνηση δεν λέει ότι ο νόμος, που θριαμβολογώντας αξιοποιεί, δεν αναφέρεται σε «αύξηση» του κατώτατου μισθού, αλλά για «ρύθμισή» του με αποτέλεσμα ανά πάσα στιγμή και στα χέρια της όποιας Κυβέρνησης ο μηχανισμός αυτός να είναι εργαλείο νέας συμπίεσης του ελάχιστου εργατικού εισοδήματος.
4. Διασφαλίζονται θεμελιώδεις συλλογικές κατακτήσεις των εργαζομένων; Η Κυβέρνηση θριαμβολογεί γιατί εφάρμοσε αυτό που το 2013, όταν θεσπίστηκε, ταυτιζόμενη με τη ΓΣΕΕ, αναθεμάτιζε εμφατικά και καταψήφιζε ως αξιωματική αντιπολίτευση. Ο μνημονιακός αυτός μηχανισμός ρύθμισης του κατώτατου μισθού, που ξαναψήφισε η παρούσα Κυβέρνηση τον Αύγουστο του 2015 με το τρίτο μνημόνιο, θέλει το Κράτος σε ρόλο απόλυτου ρυθμιστή του εισοδήματος των εργαζομένων στον Ιδιωτικό Τομέα και συνεπώς επιδιώκει να κρατήσει αποδυναμωμένη τη δύναμη των συνδικάτων να διαπραγματεύονται, να πιέζουν και να ρυθμίζουν τελικά τον κατώτατο μισθό. Γιατί έτσι ελέγχει κυρίως ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνικής πολιτικής που σχετίζεται με τον κατώτατο μισθό, όπως τα επιδόματα ανεργίας και το κόστος των προγραμμάτων απασχόλησης. Αυτό όμως που δεν γίνεται αντιληπτό είναι ότι απομακρύνοντας τις εργοδοτικές οργανώσεις από το τραπέζι των πραγματικών συλλογικών διαπραγματεύσεων με τη ΓΣΕΕ, δίνουν τον τόνο στην εργοδοσία να μην διαπραγματεύεται με όλες τις οργανώσεις των εργαζομένων που υπογράφουν συλλογικές συμβάσεις εργασίας και εδώ η ευθύνη της είναι τεράστια.
5. Ποια είναι η πραγματικότητα για την κατάργηση του υποκατώτατου μισθού σε βάρος των νέων εργαζομένων έως 25 χρονών; Η κατάργηση της επαίσχυντης διάταξης για τον υποκατώτατο μισθό των νέων έως 25 χρονών είναι υποχρέωση της Ελλάδας για συμμόρφωση ήδη από το 2017 στην καταδικαστική απόφαση για παραβίαση του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη του αρμόδιου ελεγκτικού οργάνου του Συμβουλίου της Ευρώπης, ύστερα από την προσφυγή το 2014 της ΓΣΕΕ. Όπως και η κατάργηση της δοκιμαστικής περιόδου των 12 μηνών χωρίς την καταβολή αποζημίωσης σε περίπτωση απόλυσης, οι παραβιάσεις στη ρύθμιση του χρόνου εργασίας των εργαζομένων, οι παραβιάσεις στην ίση μεταχείριση των νέων μαθητευομένων εργαζομένων, η παραβίαση του δικαιώματος των εργαζομένων να συμμετέχουν στον καθορισμό και τη βελτίωση των όρων και των συνθηκών εργασίας τους. Μετά την ιστορική αυτή απόφαση του Συμβουλίου της Ευρώπης, που ακολουθεί τις αποφάσεις της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας για σοβαρές παραβιάσεις στη συνδικαλιστική ελευθερία, αλλά και την απόφαση 2307/2014 του Συμβουλίου της Επικρατείας, δικαιώνεται η αδιάκοπη και επίμονη προσπάθεια της ΓΣΕΕ από το 2010 για την ακύρωση των αντεργατικών μνημονιακών μέτρων και επιστρέφεται η λάσπη πίσω σε όσους προσπαθούν να συκοφαντήσουν τους αγώνες της.
6. Η αύξηση αυτή διασφαλίζει συνολικά την έννοια του κατώτατου μισθού και του κατώτατου ημερομισθίου για όλους τους εργαζόμενους; Με τη διαδικασία ρύθμισης του 2013 που εφαρμόζει η Κυβέρνηση, ως κατώτατος μισθός/ημερομίσθιο νοείται βάσει του νόμου «… μία μοναδική αξία ( ποσό ) αναφοράς». Η διάταξη αυτή απηχεί τη διατήρηση σε ισχύ της μνημονιακής δέσμευσης για φαλκίδευση του εισοδήματος των αμειβόμενων με τον κατώτατο μισθό, καθώς δεν περιλαμβάνονται οι δύο μεγάλες κατακτήσεις της εργατικής τάξης στην Εθνική Γενική ΣΣΕ, δηλαδή οι τριετίες και το επίδομα γάμου. Αποσιωπάται βέβαια η διατήρηση σε ισχύ της μνημονιακής διάταξης για το πάγωμα των τριετιών…μέχρι η ανεργία να πέσει κάτω από το 10%….
Το πλήγμα στην Εθνική Γενική ΣΣΕ και στις κατακτήσεις των εργαζομένων που συντελέσθηκε το 2012 παραμένει καίριο παρά την πολυδιαφημιζόμενη έξοδο από τα μνημόνια και την επιστροφή στην κανονικότητα. Είναι πλήγμα σε έναν θεσμό διασφάλισης των ορίων ασφαλείας στην αμοιβή και τους όρους εργασίας όλων των εργαζομένων στην ελληνική επικράτεια, που μέσω αυτού κατορθώθηκε στη δίνη της κρίσης να διατηρηθούν αρχικά τα 751,39€ (βασικός μισθός) και τα 33,57€ (βασικό ημερομίσθιο) χωρίς ηλικιακό κριτήριο και υποκατώτατο μισθό, με το επίδομα γάμου και με 3 τριετίες για τους υπαλλήλους και 6 για τους εργατοτεχνίτες.