Πρόκειται για ένα ζήτημα που πρέπει να διευρυνθεί σε βάθος καθώς αποκαλύπτεται πως η ιταλική εταιρεία σιδηροδρόμων Ferrovie Dello Stato Italiane κατέβαλε το 2017 στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ μόλις 45 εκατομμύρια ευρώ για να αγοράσει την ΤΡΑΙΝΟΣΕ, και αποκαλύπτεται πως το επόμενο έτος η Ελλάδα κατέβαλε 103 εκατομμύρια και δέσμευση καταβολής ετήσιας επιδότησης 50 εκατ. για κάθε χρόνο μέχρι τουλάχιστον το 2020.
Στην ερώτησή της η Εύα Καϊλή υπογραμμίζει την σχέση που θα έπρεπε να έχει η τιμή πώλησης της εταιρίας με το βεβαιωμένο έσοδο της επιδότησης. Οι ροές των 50 εκατ. το χρόνο μέχρι το 2020 θα έπρεπε λογικά να συνυπολογιστούν στην αξία της εταιρίας πριν τη πώληση για να έχει λογική βάση η τιμή της. Αν οι ροές προστέθηκαν μετά τη πώληση, πρέπει να διερευνηθεί γιατί δεν προστέθηκαν νωρίτερα και αν εσκεμμένα απέκρυψαν ορισμένοι την πρόθεση και εκτίμηση της πραγματικής αξίας της.
Επιπλέον, ενώ είναι δεδομένο ότι υπάρχει ανάγκη επιδότησης ορισμένων δρομολογίων. Ο αρμόδιος Υπουργός του ΣΥΡΙΖΑ είχε δηλώσει παλιότερα ότι το κόστος των 50 εκατ. ευρώ που είχε εγκρίνει η ελληνική κυβέρνηση το 2010 ήταν πολύ μεγάλο, αλλά όταν κλήθηκε να πάρει εκείνος απόφαση καθορισμού της επιδότησης ενέκρινε το ίδιο ποσό. Ποιο είναι τελικά το σωστό ποσό της επιδότησης; Το εύλογο αυτό ερώτημα επανέφερε και ο δημοσιογράφος Γ. Παπαχρήστος στα Νέα.
«Πρέπει να δούμε πως είναι δυνατόν η Ιταλική εταιρία να πληρώνεται από τους Έλληνες πολίτες προκειμένου να έχει την ιδιοκτησία της ΤΡΑΙΝΟΣΕ. Επίσης πρέπει να δούμε αν η τιμή πώλησης των 45 εκατ. είναι η σωστή. Σε σχέση με την επιδότηση και το ύψος της, αναγνωρίζω απόλυτα τις οικονομικές, κοινωνικές και στρατιωτικές ανάγκες της χώρας σε σχέση με τα μη «ελκυστικά» δρομολόγια του τραίνου, ωστόσο αυτό είναι κάτι που θα έπρεπε να συνυπολογίσει η Ιταλική εταιρία και να διαπραγματευτεί η ελληνική κυβέρνηση αναζητώντας και οικονομικότερες λύσεις για να μην επιβαρύνει τους Έλληνες. Επιπλέον, όταν κάποιος αγοράζει μία εταιρία, την αγοράζει γιατί βλέπει δυνατότητα κέρδους από τη νέα διαχείριση της, όχι για να πληρώνεται από τον εθνικό προϋπολογισμό», υπογράμμισε η Εύα Καϊλή.
«Πρέπει να δούμε πως είναι δυνατόν η Ιταλική εταιρία να πληρώνεται από τους Έλληνες πολίτες προκειμένου να έχει την ιδιοκτησία της ΤΡΑΙΝΟΣΕ. Επίσης πρέπει να δούμε αν η τιμή πώλησης των 45 εκατ. είναι η σωστή. Σε σχέση με την επιδότηση και το ύψος της, αναγνωρίζω απόλυτα τις οικονομικές, κοινωνικές και στρατιωτικές ανάγκες της χώρας σε σχέση με τα μη «ελκυστικά» δρομολόγια του τραίνου, ωστόσο αυτό είναι κάτι που θα έπρεπε να συνυπολογίσει η Ιταλική εταιρία και να διαπραγματευτεί η ελληνική κυβέρνηση αναζητώντας και οικονομικότερες λύσεις για να μην επιβαρύνει τους Έλληνες. Επιπλέον, όταν κάποιος αγοράζει μία εταιρία, την αγοράζει γιατί βλέπει δυνατότητα κέρδους από τη νέα διαχείριση της, όχι για να πληρώνεται από τον εθνικό προϋπολογισμό», υπογράμμισε η Εύα Καϊλή.
Ακολουθεί η Ερώτηση της Ευρωβουλευτού:
Τον Σεπτέμβριο του 2017 η Οργανισμός Σιδηροδρόμων Ελλάδας (ΤΡΑΙΝΟΣΕ) πωλήθηκε στην Ιταλική Εταιρία Ferrovie Dello Stato Italiane S.p.A., έναντι συνολικού τιμήματος 45 εκατ. ευρώ.
H ΤΡΑΙΝΟΣΕ έχει κύκλο εργασιών περίπου 70 εκ ευρώ το χρόνο. Στο ποσό όμως αυτό προστίθεται μία επιδότηση ύψους 50 εκατ. ευρώ τον χρόνο, στη λογική κάλυψης δρομολόγιών σε περιοχές που είναι απομακρυσμένες και όχι κερδοφόρες. Πρόκειται για σύμβαση Παροχής Δημόσιας Υπηρεσίας που υπογράφηκε τον Δεκέμβριο του 2015, μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της ΤΡΑΙΝΟΣΕ Α.Ε. σε εκτέλεση του Νόμου 3891/2010, όπως τροποποιήθηκε με το Άρθρο 17 του Νόμου 4337/2015.
Τα ποσά αυτά εγκρίθηκαν και καταβλήθηκαν στην ΤΡΑΙΝΟΣΕ κατά τα έτη 2017 και 2018, που πρακτικά σημαίνει ότι για να αγοράσει η Ιταλική εταιρία τα Ελληνικά Τραίνα για 45 εκ. ευρώ, θα έπαιρνε 50 εκατ. το χρόνο για τα επόμενα 5 χρόνια.
Ερωτάται η Επιτροπή
Συνυπολογίστηκε και πότε στο καθορισμό της αξίας της ΤΡΑΙΝΟΣΕ η επιδότηση των 50 εκατ. Ευρώ που η εταιρία λαμβάνει από την κυβέρνηση;
Θεωρεί η Επιτροπή ότι η ετήσια επιδότηση των 50 εκ. ευρώ ανταποκρίνεται στο πραγματικό κόστος των δρομολογίων που εκτελούνται σε απομακρυσμένες περιοχές και αν όχι, τίθεται άμεσα ζήτημα επανεξέτασης του ύψους της;