Ποια είναι τέλος πάντων αυτή η συμφωνία του Λονδίνου που επικαλούνται στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ κάθε φορά που οι δανειστές τους στριμώχνουν κατά τη συζήτηση για το ελληνικό χρέος ; Το διέπραξε και ο Ευκλείδης Τσακαλώτος στην τελευταία συνέντευξη του σε γερμανική εφημερίδα .
Πρόκειται για τη συμφωνία διευθέτησης του γερμανικού χρέους που υπογράφηκε μεταξύ των δυτικών συμμάχων , με πρωτοβουλία των ΗΠΑ ,της Αγγλίας και της Γαλλίας και της Γερμανίας και περιείχε όρους που μακάρι να ίσχυαν και στην περίπτωση της Ελλάδος .
Ένα μόνο θα θέλαμε : το κούρεμα των οφειλών να φτάσει στο επίπεδο του κουρέματος των οφειλών της Γερμανίας. Τον Ιούνιο του 1951, η ειδική επιτροπή που είχε συσταθεί προσδιόρισε το προπολεμικό χρέος της Γερμανίας σε 22,6 δισ. μάρκα και το μεταπολεμικό σε 16,2 δισ., ήτοι συνολικά 38,8 δισ. μάρκα. Δυσθεώρητο το χρέος , αδύνατο να αποπληρωθεί και οι σύμμαχοι αποφάσισαν τη διευθέτηση του, που έγινε στις 27 Φεβρουαρίου στο Λονδίνο.
Στη σύσκεψη που προηγήθηκε ,εκτός των τεσσάρων χωρών που προαναφέραμε , συμμετείχαν και το Βέλγιο, ο Καναδάς, η Κεϋλάνη, η Δανία, η Ελλάδα, το Ιράν, η Ιρλανδία, η Ιταλία, το Λιχτενστάιν, το Λουξεμβούργο, η Νορβηγία, το Πακιστάν, η Ισπανία, η Σουηδία, η Ελβετία, Νότια Αφρική και η Γιουγκοσλαβία.
Κατά την σύσκεψη, “οι τρεις χώρες δηλώνουν πεπεισμένες ότι η γερμανική ομοσπονδιακή κυβέρνηση συμμερίζεται την θέση τους και η αποκατάσταση της γερμανικής πίστωσης υπόκειται σε κατάλληλη διευθέτηση του γερμανικού χρέους, η οποία εξασφαλίζει σε όλους τους συμμετέχοντες μια δίκαιη διαπραγμάτευση, λαμβάνοντας υπόψη τα οικονομικά προβλήματα της Γερμανίας”.
Ποια ήταν η “κατάλληλη διευθέτηση του γερμανικού χρέους”; Το κούρεμά του “με την ψιλή”! Η επιτροπή προσδιόρισε την προπολεμική οφειλή της Γερμανίας σε 7,5 δισ. μάρκα και την μεταπολεμική σε 7 δισ., δηλαδή συνολικά σε 14,5 δισ μάρκα, ποσό που αντιστοιχούσε μόλις στο 37,4% του αρχικά προσδιορισθέντος.
Αν συνέβαινε το ίδιο και με την Ελλάδα , το δημόσιο χρέος από τα 320 δισεκατομμύρια θα έπεφτε στα περίπου 115 , ποσό καθόλα διαχειρίσιμο αφού θα αντιστοιχούσε σε κάτι λιγότερο από το 60% του ΑΕΠ έναντι 177,4% που είναι σήμερα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το τρίτο τρίμηνο του 2017 η Ελλάδα είχε το υψηλότερο χρέος στην ΕΕ και ακολούθησαν η Ιταλία με 134,1% του ΑΕΠ και η Πορτογαλία με 130,8%, ενώ το χαμηλότερο χρέος είχαν η Εσθονία με 8,9%, το Λουξεμβούργο με 23,4% και η Βουλγαρία με 25,6%.
Η μεγαλύτερη αύξηση στον λόγο χρέους προς ΑΕΠ σε σχέση με το δεύτερο τρίμηνο του 2017 παρατηρήθηκε στην Ελλάδα (+1,3%) και στο Βέλγιο (+0,9%), ενώ η μεγαλύτερη μείωση καταγράφηκε στην Τσεχία (-4,3%) και στην Κύπρο (-2,9%).
Σημαντικοί ,όμως ήταν και οι άλλοι όροι της συμφωνίας , που επιβλήθηκαν υπό το πρίσμα ότι η Γερμανία θα έπρεπε να αποπληρώνει τα χρέη της δίχως να κάνει παραχωρήσεις στο επίπεδο ανάπτυξης και βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης του πληθυσμού της. Κάτι που δεν συμβαίνει με την Ελλάδα όπου τα μνημόνια δεν έχουν λάβει καμία πρόνοια για την αποτροπή της φτωχοποίησης του λαού.
Οι σημαντικότεροι όροι της συμφωνίας , σύμφωνα με την Βικιπαίδεια ,είναι οι εξής:
Οι πληρωμές των χρεών θα γίνονταν είτε σε σκληρό νόμισμα είτε σε γερμανικό μάρκο, κατ’ επιλογή του οφειλέτη. Αυτό σημαίνει ότι ένα μεγάλο κομμάτι τού χρέους θα μπορούσε να πληρωθεί με φρεσκοτυπωμένο από την γερμανική κεντρική τράπεζα χρήμα. Στην πράξη, η Γερμανία πλήρωσε σχεδόν το σύνολο της οφειλής της με μάρκα.
Οι πιστώτριες χώρες συμφώνησαν να μειώσουν τις εξαγωγές τους προς την Γερμανία, ενισχύοντας παράλληλα τις γερμανικές βιομηχανίες ώστε να παράγουν τα αντίστοιχα προϊόντα. Με τον τρόπο αυτό, οι πιστωτές αποδέχτηκαν την κατά 66% μείωση των εξαγωγών τους προς την Γερμανία, συμβάλλοντας αποφασιστικά στην μετατροπή τού εμπορικού ισοζυγίου της χώρας από αρνητικό σε θετικό.
Για να βοηθήσουν περισσότερο την ανάπτυξή της, οι πιστώτριες χώρες έδωσαν στην Γερμανία την δυνατότητα να παράγει προϊόντα όχι μόνο για την ικανοποίηση των εγχώριων αναγκών της ,αλλά και για εξαγωγή. Ουσιαστικά, δηλαδή, της παραχώρησαν ένα κομμάτι από την δική τους διεθνή πίτα.
Επί πλέον, οι πιστώτριες χώρες δεσμεύτηκαν ότι δεν θα είναι ιδιαίτερα αυστηρές σχετικά με την συνέπεια των Γερμανών στις πληρωμές τους:
“Η ικανότητα της Γερμανίας να πληρώσει τις δημόσιες και ιδιωτικές οφειλές της, δεν σημαίνει μόνο την ικανότητα να πραγματοποιεί τακτικές πληρωμές σε γερμανικά μάρκα χωρίς πληθωριστικές συνέπειες, αλλά επίσης ότι η οικονομία της χώρας μπορεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της, με βάση το τρέχον ισοζύγιο πληρωμών της. Ο υπολογισμός της ικανότητας αποπληρωμής της Γερμανίας απαιτεί να αντιμετωπιστούν μερικά προβλήματα όπως (α) η μελλοντική παραγωγική ικανότητα της Γερμανίας, ιδίως όσον αφορά την παραγωγική ικανότητα των εξαγωγών της, καθώς και η ικανότητα υποκατάστασης των εισαγωγών, (β) η δυνατότητα της πώλησης των γερμανικών προϊόντων στο εξωτερικό, (γ) οι μελλοντικές πιθανές εμπορικές συνθήκες και (δ) τα οικονομικά μέτρα που θα απαιτηθούν για την διασφάλιση πλεονάσματος από τις εξαγωγές”.