Μια ζωή Άγιος Βασίλης: Ο κ. Λάμπρος από το Μινιόν, μέχρι σήμερα δεν βγάζει τη στολή…

 

 

 

 

Από την δεκαετία του ’90 και τις ένδοξες μέρες του Μινιόν που ταξίδεψε σε κάθε γωνιά της Ελλάδας, γεμίζοντας τον σάκο του με γράμματα, ζωγραφιές και όνειρα, και μέχρι σήμερα στα 74 του ο κύριος Λάμπρος είναι ο Άγιος Βασίλης των παιδικών μας χρόνων

«Μαμά, έλα γρήγορα να δεις τον Άγιο Βασίλη!». Ήταν Αύγουστος, όταν η παραπάνω φράση ειπωμένη από τα χείλη της κόρης μου, με έφερε πρόσωπο με πρόσωπο με τον κύριο Λάμπρο ή αλλιώς με «τον ελαιοχρωματιστή που θα σου κάνει το σπίτι κούκλα», όπως μου είχε συστήσει μια φίλη. Ψηλός, γεροδεμένος, με λευκή γενειάδα και ολόγλυκα _σαν μελομακάρονα _ μάτια, μου έσφιξε το χέρι αλλάζοντας χρόνο κι εποχή. Ήταν ο Άγιος Βασίλης, ήμουν παιδί, ήταν φτυστός ο Άγιος Βασίλης, είμαι μεγάλη «Μα πόσο του μοιάζετε!», «Ένα ποτηράκι νερό βάλτε μου μόνο, τι χρώμα θέλετε το δωμάτιο;», «Κυπαρισσί με μεγάλες κόκκινες μπάλες και πολλά φωτάκια»

, σκέφτηκα να του πω, «στο χρώμα της άμμου», του είπα, ήταν κατακαλόκαιρο, δεν ήμουν πια παιδί…

Ο κύριος Λάμπρος, 74 ετών, έκανε πέντε-έξι μεροκάματα «Μα σας συμφέρει να έρχεστε από τόσο μακριά για τόσα λίγα χρήματα;», τον είχα ρωτήσει, «Ποτέ δεν λέμε όχι στη δουλειά κορίτσι μου, κοίτα τι ζωγράφισα για τα παιδιά, να τους τα δώσεις όταν γυρίσουν από τη θάλασσα…», μου είχε απαντήσει παραδίδοντας μου μαθήματα επιβίωσης και ζεστασιάς. Κι άλλα μου «παρέδωσε». Πιπεριές και ντομάτες από το μποστάνι του, κρασί από τον τρύγο του, «τσουκνίδια» από τον κήπο του «κάνουν καλό στο δέρμα», και το κυριότερο, αναμνήσεις μιας ζωής σαν παραμύθι.

-«Το θυμάσαι το Μινιόν;»
-«Το θυμάμαι»
-«Δεν μπορεί. Ψέματα λες. Είσαι μικρή».
-«Δεν είμαι, μοιάζω». «
-Μοιάζουμε ό,τι είμαστε»
-«Σας αγαπώ, κύριε Λάμπρο»,
 γέλια μετά κι ύστερα παράκληση «Υποσχεθείτε μου πως θα μας έρθετε την παραμονή της Πρωτοχρονιάς ντυμένος Άγιος Βασίλης. Θα έχουμε στο σπίτι μεγάλο πάρτι. Και πολλούς φίλους με πολλά παιδιά. Να, εδώ θα κάτσετε, δίπλα στο τζάκι, κι όταν σβήσουμε τα φώτα για την αλλαγή του χρόνου θα σας δούνε τα μικρά ξαφνικά μπροστά τους και θα τρελαθούν! Θα γίνει χαμός! Μου το υπόσχεστε ότι θα έρθετε;». Την υπόσχεση του κύριου Λάμπρου την «έφαγε» ο κορωνοϊός. Την μεγάλη του ιστορία ωστόσο δεν μπόρεσε κανείς να την νικήσει…

IMG_8082

Τριάντα χρόνια λατρείας με μία κόκκινη στολή

Παραμονές Χριστουγέννων μιλάμε ξανά στο τηλέφωνο.
– «Πόσο κρίμα», του λέω σαν παραπονεμένο πεντάχρονο.
– «Δεν πειράζει κορίτσι μου, να είμαστε καλά, και του χρόνου θα στήσουμε ένα σκηνικό που θα αφήσει ιστορία».

Το παράπονο δεν φεύγει, παραμένει ανοιχτό όπως η τηλεφωνική γραμμή που δεν θέλω με τίποτα να κλείσει:
– «Πείτε μου τουλάχιστον την δική σας ιστορία, να την πω στα παιδιά…».
Μιλάει γρήγορα, σαν πιτσιρίκι που από την αγωνία μη και ξεχάσει κάτι, σου στερεί κάθε πιθανότητα παρέμβασης, κάθε δικαιωματική παύση:
– «Από τις αρχές του ’90, κάθε Χριστούγεννα, ήμουν, είμαι και θα είμαι Άγιος Βασίλης. Το 1992, ο προϊστάμενος του Μινιόν που εργαζόταν πλέον στο παιχνιδάδικο Ζαφειρόπουλος, με ανέβασε σε ένα ελικόπτερο στο Ελληνικό, με “πέταξε” ξυστά πάνω από τα μαγαζιά της Αθήνας και με προσγείωσε στο γήπεδο του Ολυμπιακού Νέων Λιοσίων ανάμεσα σε ένα πλήθος που πίστευε ακόμη στα θαύματα», λέει και συνεχίζει: «Ολόκληρη η λεωφόρος Χασιάς και η Κύπρου ήταν κλειστές για την “είσοδο” του Άγιου Βασίλη. Κι εγώ, πάνω σε ένα άλογο να πετάω σε μεγάλους και μικρούς γκοφρέτες και σοκολάτες, και την καρδιά μου την ίδια. Θυμάμαι τα χαμόγελα των παιδιών. Αληθινά, ανόθευτα, ατόφια, όπως ο χρυσός. Μετά, έκατσα στον «θρόνο» μου μέσα στο κατάστημα, κι έκτοτε, κάθε χρόνο, γινόμουν ο βασιλιάς στα μάτια και στις ψυχές χιλιάδων παιδιών. Ο Θεός, κορίτσι μου, ήταν πολύ γενναιόδωρος μαζί μου. Μπορεί να μην μου χάρισε πλούτη και μεγαλεία, με τόσες παιδικές αγκαλιές και τόση αγάπη με έκανε όμως αληθινά πλούσιο…»

Από τότε, ο Λάμπρος Μαργώνης, ταξίδεψε σε κάθε γωνιά της Ελλάδας γεμίζοντας τον σάκο του με γράμματα, ζωγραφιές και όνειρα. Τόσα όνειρα που ίσως κανείς άλλος δεν έχει μπορέσει να δει: «Το να δίνεις χαρά στα παιδιά είναι ευλογία. Κάθε χρόνο γινόμουν παιδί. Με αγκάλιαζαν, με φιλούσαν, με πίστευαν, πόσο όμορφο να σε πιστεύουν ακόμη κι αν κατά βάθος ξέρουν πως δεν υπάρχεις… Αυτή είναι η δύναμη και η μαγεία του Άγιου Βασίλη: να μένεις πιστός στο ενδεχόμενο ότι όλα μπορεί να συμβούν… Αν καμιά φορά έρθεις στο σπίτι μου, θα σου δείξω τους θησαυρούς μου. Τσουβάλια ολόκληρα από γράμματα παιδιών, τίποτα δεν πέταξα, αυτά είναι η χαρά και η περιουσία μου! Κάποια στιγμή, σκέφτηκα να τα εκδώσω μαζί με τις άπειρες φωτογραφίες που έχω φυλαγμένες στα συρτάρια μου, αλλά οι εκδότες ήθελαν να βάλω χρήματα που δεν διέθετα… Δεν βαριέσαι. Ίσως κάποια στιγμή γίνει, ίσως και όχι. Φτάνει να παραμένει η ελπίδα ζωντανή. Έτσι δεν είναι;», λέει ξεδιπλώνοντας τα μοναδικά ταξίδια του στα χρόνια των θαυμάτων: «Κάθε Χριστούγεννα, γινόμουν που λες παιδί μέσα από τα παιδιά. Ξέρεις πόση δύναμη έχουν αυτοί οι μικροί άνθρωποι; Ασύλληπτη. Με έκαναν να γελάσω, να κλάψω, με συγκίνησαν, με ταξίδεψαν, με έκαναν τον άνθρωπο που ευχόμουν να γίνω. Μπήκα σε θέατρα, σε σπίτια, σε πλατείες, σε μαγαζιά κι όλοι με περίμεναν με ένα ποτήρι γάλα, πολλά μπισκότα κι ακόμη περισσότερες αγκαλιές. Πάτησα πλέον τα 74, αλλά όσο με κρατούν τα πόδια μου δεν θα σταματήσω ποτέ να είμαι ο Άγιος Βασίλης…»

Χριστούγεννα στα χρόνια του κορωνοϊού

Οι ιστορίες του διαδέχονται η μία την άλλη. Σαν να σκορπάει άχνη ζάχαρη σε μια εποχή πικρής επικαιρότητας… Θυμάται ονόματα παιδιών κι εκείνο το τρίχρονο κοριτσάκι από την Αυστραλία που δεν έφυγε από την αγκαλιά του για σχεδόν ένα ολόκληρο βράδυ: «Φέτος δυστυχώς, οι αγκαλιές και τα φιλιά είναι απαγορευμένα. Κάθε παραμονή Χριστουγέννων πήγαινα κι έλεγα τα κάλαντα στη γειτονιά με τον εγγονό μου, εγώ ντυμένος Άγιος Βασίλης κι εκείνος ζωάκι. Κάθε χρόνο όλοι με περίμεναν, πόσο θα μου λείψει όλο αυτό… Πρέπει να κάνουμε υπομονή, και του χρόνου να είμαστε όχι απλώς καλά αλλά καλύτερα από ποτέ, κουλουριασμένοι μέσα σε αγκαλιές. Ποιος να μας το έλεγε πως θα ερχόταν η στιγμή που θα μας έλειπε μια αγκαλιά… Προχθές, μου τηλεφώνησε μία κυρία και μου είπε πως ο γιος της έχει αφήσει κάτω από το δέντρο κάποια χρήματα για μένα λέγοντάς της “Είναι για τον Άγιο Βασίλη, μαμά! Για να πάρει ταξί και να πάει πιο γρήγορα σε όλα τα παιδάκια. Με το έλκηθρο μπορεί και να τον συλλάβουν… Νομίζω πως φέτος δεν επιτρέπεται να κυκλοφορήσει με αυτό…”. Παύση. Σιγή. Νοερή αγκαλιά, «θα γίνει σύντομα αληθινή».

Τολμώ να τον ρωτήσω ποιο είναι, αυτά τα παράξενα Χριστούγεννα, το μεγαλύτερο όνειρό του. «Να μπορούσα να βγω σε μια πλατεία ντυμένος Άγιος Βασίλης και να με χαζεύουν τα παιδιά, έστω και πίσω από τα παράθυρα. Και να πεταγόμουν και μέχρι το σπίτι σας για να σας φέρω τσουκνίδια από τον κήπο μου. Δεν ξέρετε πόσο καλό κάνουν στην υγεία μας!». Του λέω πως θα μου λείψουν. Κλείνουμε το τηλέφωνο. Αν γινόμουν και πάλι παιδί, το μόνο που θα ζητούσα φέτος από τον Άγιο Βασίλη θα ήταν μία μεγάλη αγκαλιά μαζί με ένα «μπουκέτο» τσουκνίδια…