Εδώ και δεκαετίες, όπως είναι γνωστό, έχουν ξεκινήσει προσπάθειες, μεταξύ άλλων, για τη δημιουργία και λειτουργία ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στον Νομό Ηλείας. Εκκλησία, Βουλευτές, Αυτοδιοίκηση, Κοινωνικοί Φορείς και Κοινωνία των Πολιτών διεκδίκησαν και τελικά κατάφεραν την ίδρυση και λειτουργία τμημάτων ΤΕΙ στον Νομό, ως παραρτήματα του τότε ΤΕΙ Πάτρας. Από την περίοδο που ο υπογράφων την πρόταση-μελέτη υπηρετούσε την Αυτοδιοίκηση, στο διεκδικητικό πλαίσιο ήταν κυρίως η δημιουργία αυτόνομης Σχολής, με σωρεία επιχειρημάτων που νομιμοποιούσαν αυτή τη διεκδίκηση. Υπό το πρίσμα της παραπάνω διεκδίκησης, το 2017, ουσιαστικά προγενέστερα από την απόφαση της πολιτείας για συνένωση των ΤΕΙ με τα Πανεπιστήμια, είχε κατατεθεί από τον υπογράφοντα, πρόταση-μελέτη στον δημόσιο διάλογο, για ίδρυση αυτόνομης Σχολής Τουριστικών και Πολιτισμικών Σπουδών, ευελπιστώντας ότι θα συνέβαλε στην ενίσχυση της βούλησης των εκπροσώπων του Νομού και θα δημιουργούσε δυναμική με απώτερο στόχο την επιτυχία της διεκδίκησης για βιώσιμη σχέση του Νομού με τον ακαδημαϊκό χάρτη της χώρας. Εκ του αποτελέσματος προκύπτει ότι η τότε πρόταση δεν έτυχε της αποδοχής των εκπροσώπων του Νομού και προφανώς απορρίφθηκε.
Σήμερα, πέντε χρόνια μετά, ο υπογράφων καταθέτει νέα πρόταση-μελέτη προσαρμοσμένη στις επικρατούσες νέες συνθήκες.
Η παρούσα πρόταση-μελέτη για ίδρυση αυτόνομης Σχολής Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης στον Νομό Ηλείας, αποτελεί μια νέα προσπάθεια συμβολής στον δημόσιο διάλογο, σε μια κρίσιμη και μεταβατική περίοδο, που επιχειρείται ο επαναπροσδιορισμός της αρχιτεκτονικής, του χάρτη της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στη χώρα και συνάμα κινδυνεύει ο νομός να βρεθεί σε ιδιότυπο και καταστροφικό αποκλεισμό.
Είναι μια προσπάθεια διεύρυνσης του διαλόγου που αναπτύσσεται και ταυτόχρονα, πρόσκληση για προβληματισμό των φορέων του Νομού. Αποτελεί, ίσως, εργαλείο στη «φαρέτρα» των επιχειρημάτων για τη διεκδίκηση και πιθανή επιτυχή κατάληξη του επί χρόνια ζητούμενου.
Η εκπόνηση του εγχειρήματος έλαβε υπόψη τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της Ολυμπιακής Γης, αφενός την πολιτισμική παρακαταθήκη και αφετέρου τη δυνητική αναπτυξιακή δυναμική, καθώς και την απαρέγκλιτη ανάγκη της σύνδεσης των Νέων Τεχνολογιών (ψηφιακής εποχής) στο σύγχρονο κοινωνικό και εκπαιδευτικό γίγνεσθαι. Στηρίχθηκε στην αντίληψη της δημιουργικής εκμετάλλευσης των μουσειακών σπουδών της πολιτιστικής διαχείρισης και πολιτικής και των ψηφιακών εφαρμογών, σε πεδία καινοτόμα, όπου εφαρμόζονται μοντέρνες πρακτικές-όπως είναι, μεταξύ άλλων, η διάθεση μαθημάτων στην αγγλική γλώσσα και η εξ αποστάσεως εκπαίδευση- με έγκυρη θεωρητική πλαισίωση. Με τον τρόπο αυτό, αποκαθίσταται η ωφέλιμη αλληλεπίδραση ανάμεσα στον Πολιτισμό και την Ψηφιακή Πραγματικότητα, ώστε η αξιοποίησή τους να οδηγήσει σε δυνητικούς ατραπούς οικονομικής ανάπτυξης και πνευματικής ευημερίας για την περιοχή. Επιπροσθέτως, η προοπτική δημιουργίας μεταπτυχιακών προγραμμάτων στα αντικείμενα της Σχολής (Μουσειακές σπουδές, Πολιτιστική πολιτική, Ψηφιακά μέσα) διαφαίνεται ως μια δυναμική προϋπόθεση για την περαιτέρω διεύρυνση της εκπαιδευτικής δραστηριότητας στην περιοχή.
Η εν λόγω πρόταση δε διεκδικεί τη μοναδικότητα της επιλογής του προσανατολισμού των φορέων του Νομού, δεν εκπροσωπεί ως περιεχόμενο, κανέναν φορέα, ίδρυμα ή θεσμό της κοινωνίας.
Είναι μια προσωπική πρωτοβουλία του υπογράφοντος και, ως εκ τούτου, τίθεται στην κρίση για βελτίωση ή απόρριψη.
Με όλο τον σεβασμό προς όλους,
η ίδρυση της Σχολής Πολιτισμικών Σπουδών, «Ολυμπιακή Σχολή» και η μετατροπή της Ηλείας σε Παγκόσμιο Κέντρο Παιδείας και Πολιτισμού, ίσως έπρεπε να αποτελεί καθολικό αίτημα εθνικής αξίας.